Перевод: со всех языков

)+η+περιποίηση/ru

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… …   Dictionary of Greek

  • περιποίηση — η πρόθυμη εξυπηρέτηση, φροντίδα, καλή μεταχείριση: Η περιποίησή σας με συγκίνησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιποιήσῃ — περιποιήσηι , περιποίησις keeping safe fem dat sg (epic) περιποιέω cause to remain over and above aor subj mid 2nd sg περιποιέω cause to remain over and above aor subj act 3rd sg περιποιέω cause to remain over and above fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …   Dictionary of Greek

  • γεροκόμιο — και γεροκόμι, το [γεροκομώ] 1. η περιποίηση τών γερόντων 2. η περιποίηση ασθενών γερόντων …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • θερμοκοιτίδα — Συσκευή ικανή να διατηρεί σε ιδεώδες περιβάλλον τα πρόωρα νεογνά ή γενικά τα νεογνά που πρέπει να προφυλαχθούν ιδιαίτερα από τις μολύνσεις και τις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μικρούς θαλάμους με διαφανή τοιχώματα,… …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγία — η (Α παιδαγωγία) [παιδαγωγός] η αγωγή και η μόρφωση τών παιδιών, η εκπαίδευση («τὰς ψυχὰς οὕτω φῶμεν τὰς εὐφυεστάτους κακής παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακὰς γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. το λειτούργημα, το επάγγελμα τού παιδαγωγού 2. η… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»