-
21 производство
-а ουδ.1. διεξαγωγή•производство выборов διεξαγωγή εκλογών•
производство предварительного следствия διεξαγωγή προανάκρισης•
производство опыта διεξαγωγή πειράματος.•
2. παραγωγή•средства -а τά μέσα παραγωγής•
производство стали παραγωγή ατσαλιού•
производство бумаги παραγωγή χαρτιού•
текстильное производство παραγωγή υφασμάτων•
промышленное производство βιομηχανική παραγωγή•
производство зерна παραγωγή δημητριακών.
3. προβίβαση, προαγωγή•производство в майор προαγωγή σε ταγματάρχη.
-
22 продукция
-и θ.η παραγωγή, τα προϊόντα•валовая продукция συνολική παραγωγή•
годовая продукция фабрики η ετήσια παραγωγή της φάμπρικας•
промышленная продукция βιομηχανική παραγωγή.
|| προϊόν πνευματικής εργασίας•писательская продукция συγγραφική παραγωγή.
-
23 производств^
производств^с1. (изготовление) ἡ παραγωγή, ἡ κατασκευή:орудия \производств^а τά ἐργαλεία παραγωγής· средства \производств^а эк. τά μέσα παραγωγής· способ \производств^а ὁ τρόπος παραγωγής· промышленное \производств^ ἡ βιομηχανική παραγωγή· серийное \производств^ ἡ μαζική βιομηχανική παραγωγή· \производств^ зерна ἡ σιτοπαραγωγή, ἡ παραγωγή σιτηρών2. (выполнение) ἡ ἐκτέλεση [-ις], ἡ διεξαγωγή:\производств^ опытов ἡ ἐκτέλεση πειραμάτων3. (предприятие) τό ἐργοστάσιο[ν], ἡ βιομηχανική ἐπιχείρηση. -
24 production
1) (the act or process of producing something: car-production; The production of the film cost a million dollars.) παραγωγή2) (the amount produced, especially of manufactured goods: The new methods increased production.) παραγωγή3) (a particular performance, or set of repeated performances, of a play etc: I prefer this production of `Hamlet' to the one I saw two years ago.) παραγωγή,ανέβασμα -
25 вывод
-а α.1. έξοδος, αποχώρηση• απόσυρση•вывод войск из населенного пункта έξοδος των στρατευμάτων από τον κατοικημένο χώρο.
2. απαλλαγή, βγάλσιμο (από δύσκολη κατάσταση), εξαγωγή (συμπεράσματος, πορίσματος μαθ. τύπου κ.τ.τ.).3. παραγωγή•вывод птвнчов εκκόλαψη νεοσσών•
вывод новой породы скота παραγωγή νέας ράτσας ζώων•
вывод нового сорта пшеницы παραγωγή νέας ποικιλίας σίτου.
-
26 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
27 выработка
1. (изготовление) η κατασκευή, η παραγωγή 2. (объём или количество продукции) η παραγωγή 3. (истощение, исчерпывание запасов) η εξάντληση 4. (износ при вращении) η φθορά, η εκτριβή 5. горн. η στοά εισόδου/αερισμού 6. (произ-водительность) η αποδοτικότηταη απόδοσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выработка
-
28 добыча
1. (процесс) η εξόρυξη, η εξαγωγή, η παραγωγή 2. (ре-зультат) η παραγωγήваловая - συνολική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добыча
-
29 сдельный
(πληρωμή ή εργασία) με την παραγωγήμε το κομμάτιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сдельный
-
30 внедрить
внедрить, внедрять εισάγω·\внедрить в производство εφαρμόζω στην παραγωγή* * *= внедрятьвнедри́ть в произво́дство — εφαρμόζω στην παραγωγή
-
31 выпуск
выпуск м 1) (продукции ) η παραγωγή 2) (в свет) η έκδο ση \выпуск марок η έκδοση γραμματοσήμων 3) (часть издания ) το τεύχος экстренный \выпуск η έκτακτη έκδοση 4) (учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη* * *м1) ( продукции) η παραγωγή2) ( в свет) η έκδοσηвы́пуск ма́рок — η έκδοση γραμματοσήμων
3) ( часть издания) το τεύχοςэ́кстренный вы́пуск — η έκτακτη έκδοση
4) ( учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη -
32 выработка
выработка ж 1) (разработка) η κατασκευή, η επεξεργασία; η εκπόνηση (плана, проекта и т. л.) 2) (изготовление ) η επεξεργασία 3) (продукция ) η παραγωγή* * *ж1) ( разработка) η κατασκευή, η επεξεργασία; η εκπόνηση (плана, проекта и т.п.)2) ( изготовление) η επεξεργασία3) ( продукция) η παραγωγή -
33 освоить
освоить αφομοιώνω· καταχτώ (покорять)' - производство αφομοιώνω την παραγωγή \освоиться εξοικειώνομαι· \освоиться с обстановкой εξοικειώνομαι με το περιβάλλον* * *αφομοιώνω; καταχτώ ( покорять)осво́ить произво́дство — αφομοιώνω την παραγωγή
-
34 отечественный
отечественный πατριωτικός· εθνικός (национальный)· \отечественныйое производство η εθνική παραγωγή ◇ Великая Отечественная война о Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος* * *πατριωτικός; εθνικός ( национальный)оте́чественное произво́дство — η εθνική παραγωγή
••Вели́кая Оте́чественная война́ — ο Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος
-
35 продукция
продукция ж η παραγωγή, το προϊόν промышленная \продукция αβιομηχανικά προϊόντα* * *жη παραγωγή, το προϊόνпромы́шленная проду́кция — τα βιομηχανικά προϊόντα
-
36 производство
производство с η παραγωγή· способ \производствоа о τρόπος παραγωγής· отечественного \производствоа εγχώριας (или ντόπιας) παραγωγής* * *сη παραγωγήспо́соб произво́дства — ο τρόπος παραγωγής
оте́чественного произво́дства — εγχώριας ( или ντόπιας) παραγωγής
-
37 свернуть
свернуть 1) διπλώνω· τυλίγω (трубкой) 2) (с пути) γυρίζω, στρίβω; \свернуть направо (налево) στρίβω δεξιά ( αριστερά) 3) (сократить) περιορίζω, μειώνω· \свернуть производство περιορίζω την παραγωγή* * *1) διπλώνω; τυλίγω ( трубкой)2) ( с пути) γυρίζω, στρίβωсверну́ть напра́во (нале́во) — στρίβω δεξιά (αριστερά)
3) ( сократить) περιορίζω, μειώνωсверну́ть произво́дство — περιορίζω την παραγωγή
-
38 продукция
продукцияж ἡ παραγωγή, τά προϊόντα:промышленная \продукция ἡ βιομηχανική παραγωγή. -
39 выпуск
-а α.1. παραγωγή•выпуск продукции παραγωγή προϊόντων, υλικών.
2. έκδοση, εκτύπωση• δημοσίευση.3. παλ. αφαίρεση από κείμενο.4. τεύχος.5. οι τελειόφοιτοι (συμμαθητές, συμφοιτητές).6. το βγάλσιμο των ζώων στη βοσκή• σκάρος. -
40 недопроизводство
-а ουδ. η μη πλήρης παραγωγή, λειψή (ανεπαρκής παραγωγή).
См. также в других словарях:
παραγωγή — leading by fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
παραγωγή — η 1. το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων: Το ύψος της γεωργικής παραγωγής επηρεάζει τη διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων της. 2. (γλωσσ.), σχηματισμός μιας λέξης από άλλη: Παραγωγή των ουσιαστικών, των ρημάτων κτλ. 3. (λογ.), διανοητική πορεία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγωγῇ — παραγωγῆι , παραγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) παραγωγή leading by fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγῆ — παραγωγεύς introducer masc nom/voc/acc dual παραγωγεύς introducer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλουχία — Παραγωγή και έκκριση γάλακτος μετά τον τοκετό. Όταν ένα μωρό βυζαίνει τη θηλή της μητέρας του, ρέει γάλα που παράγεται σε αδένες που βρίσκονται στο πίσω μέρος του μαστού, σε μικροσκοπικούς σάκους που καλούνται γαλακτοφόροι πόροι. Η πίεση από τον… … Dictionary of Greek
αγαμογένεση — Παραγωγή νέου όντος όχι από συνένωση δύο κυττάρων (γαμετών ή γενετήσιων κυττάρων) αλλά από ένα, που λέγεται αγαμέτης. Η α. συναντάται σε πολλά πρωτόζωα. Λέγεται και αγαμογονία … Dictionary of Greek
παραγωγαῖς — παραγωγή leading by fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγαί — παραγωγή leading by fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγήν — παραγωγή leading by fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγῶν — παραγωγή leading by fem gen pl παραγωγός misleading masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)