-
21 проектирование
I.(разрабатывание проекта) η σχεδιογράφηση, το σχεδιογρά-φημα, η σχεδίαση, η μελέτηII. мат. (изображение фигуры, предмета и т.п. на плоскости) η προβολή, η σχεδίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проектирование
-
22 прорабатывание
η μελέτη, το μελέτημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорабатывание
-
23 разведка
η αναγνώριση, η ανίχνευση, (полезных ископаемых) η έρευνα/αναζήτηση των κοιτασμάτων (ορυκτών)сейсмическая - η μελέτη διάδοσης των σεισμικών κυμάτων/δονήσεωνэлектрическая - μέσω μελέτης των ηλεκτρικών/ηλεκτρομαγνητικών πεδίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разведка
-
24 разработка
1. (проектно-конструктор-ская работа) η μελέτη, η εκπόνησηизыскательная - ερευνητική -, η έρευναконструкторская - η σχεδίαση, η μηχανολογική- технологического процесса - της τεχνολογικής διαδικασίας, τεχνολογική -2. (месторождений полезных ископаемых) горн. η εξόρυξη/εκμετάλλευση κοιτάσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разработка
-
25 рассмотрение
η εξέταση, η μελέτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассмотрение
-
26 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
27 спрос
η ζήτησ/ηпользоваться малым - ом έχω μικρή/ελάχιστη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спрос
-
28 труд
1. (деятельность человека, работа) η εργασί/α, η δουλειάпроизводительность - а παραγωγικότητα της - ας, αποδοτικότητα της - αςручной - см. физический -умственный - πνευματική -, διανοητική -2. (сочинение, произведение) το σύγγραμμα, η μελέτηη εργασίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > труд
-
29 этюд
1. иск. το δοκίμιο του ζωγράφου, η ζωγραφιά 2. литер. το μικρό φιλολογικό έργο, η μελέτη, το μελέτημα, το πόνημα 3. муз. η σπουδή, το ετούδο, το ετίντ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > этюд
-
30 дипломный
дипло́мн||ыйприл τοῦ διπλώματος, τοῦ πτυχίου:\дипломныйая работа ἡ πτυχιακή μελετη, ἡ πτυχιακή ἐργασία. -
31 изучение
изуч||ениес ἡ μελέτη, ἡ σπουδή. -
32 очерк
очеркм1. лит. τό χρονογράφημα, ἡ ἐπιφυλλίδα, τό λογοτεχνικό δοκίμιο[ν]·2. (научный труд) τό δρκίμιο[ν], ἡ μελέτη:\очерк по советской литературе δοκίμιο γιά τή σοβιετική λογοτεχνία·3. (контур) уст. ἡ περίμετρος. -
33 проработка
проработ||каж1. (изучение) ἡ βαθειά μελετη·2. (критика) ἡ κατσάδα. -
34 рассмотрение
рассмотре||ниес ἡ ἔξέταση [-ις], ἡ μελέτη:представить дело на \рассмотрение ὑποβάλλω ζήτημα γιά ἐξέτασή при внимательном \рассмотрениении ὑστερα ἀπό προσεκτική ἐξέταση. -
35 самостоятельностьый
самостоятельность||ыйприл в разн. знач. ἀνεξάρτητος, αὐτοτελής:\самостоятельностьыйое государство τό ἀνεξάρτητο κράτος· \самостоятельностьыйая жизнь ἡ ἀνεξάρτητη ζωή· \самостоятельностьыйый человек ἄνθρωπος πού δέν ἐξαρτάται ἀπό ἄλλους· \самостоятельностьыйое исследование μελέτη πού γίνεται χωρίς βοήθεια ἄλλων \самостоятельностьыйое предложение грам. ἡ ξεχωριστή πρόταση. -
36 труд
трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν. -
37 тщательный
тщательн||ыйприл1. (о работе) ἐπιμελημένος, προσεκτικός, φροντισμένος, λεπτομερής:\тщательныйое изучение ἡ προσεκτική μελέτη·2. (о человеке) ἐπιμελής (старательный)/ προσεχτικός (аккуратный)/ εὐσυνείδητος (добросовестный)/ ἀκριβής (точный, исполнительный). -
38 учение
учени||ес1. ἡ ἐκπαίδευση [-ις], οἱ σπουδές, τά μαθήματα, ἡ μελέτη/ ἡ μαθήτευση [-ις], ἡ μαθητεία (ремеслу):\учение ему́ дается легко́ τά παίρνει εὔκολα τά γράμματα· годы \учениея τά σχολικά χρόνια· быть в \учениеи μαθαίνω, μαθητεύω· кончить \учение а) ἀποφοιτώ, τελειώνω τίς σπουδές, б) τελειώνω τή μαθήτευση (ремеслу)·2. воен. οἱ ἀσκήσεις, τά γυμνάσια:строевое \учение οἱ ἀσκήσεις πυκνής τάξεως· тактическое \учение οἱ ἀσκήσεις τακτικής·3. (преподавание) ἡ διδασκαλία·4. (наука, теория) ἡ διδασκαλία, ἡ θεωρία:\учение о природе ἡ διδασκαλία γιά τή φύση. -
39 проработка
[πραραμπότκα] ουσ. θ. η βαθειά μελέτη -
40 учение
[ουτσιένιιε] ουσ. ο. εκπαίδευση, μελέτη
См. также в других словарях:
Μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μελετάω take thought imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέτῃ — Μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτῃ — μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… … Dictionary of Greek
μελέτη — η 1. συστηματικό διάβασμα και έρευνα για μάθηση διάφορων πραγμάτων: Για να πετύχεις στις εξετάσεις χρειάζεται πολλή μελέτη. 2. μεθοδική ανάλυση και έκθεση κάποιου θέματος, γραπτή εργασία, πραγματεία: Έγραψε μια μελέτη για το Βυζάντιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μελέτη τὸ πᾶν. — См. Навык мастера ставит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μελέτη πάντα δύναται. — См. Терпенье и труд все перетрут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μελετῇ — μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres ind mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres subj act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres ind act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… … Dictionary of Greek