-
21 вместительный
вместительный ευρύχωρος* \вместительный зал η ευρύχωρη αίθουσα* * *вмести́тельный зал — ευρύχωρη αίθουσα
-
22 гостиная
-
23 зрительный
зрительный 1).οφθαλμικός, οπτικός \зрительный нерв το οπτικό νεύρο 2): \зрительный зал η αίθουσα* * *1) οφθαλμικός, οπτικόςзри́тельный нерв — το οπτικό νεύρο
2)зри́тельный зал — η αίθουσα
-
24 камера
камера ж 1) ο θάλαμος, το κελί \камера хранения (ручного багажа ) η αίθουσα αποσκευών 2) (надувная ) η σαμπρέλα автомобильная \камера η σαμπρέλα, ο αεροθάλαμος (τροχού) З): фотографическая \камера о σκοτεινός θάλαμος* * *ж1) ο θάλαμος, το κελίка́мера хране́ния (ручно́го багажа́) — η αίθουσα αποσκευών
2) ( надувная) η σαμπρέλαавтомоби́льная ка́мера — η σαμπρέλα, ο αεροθάλαμος (τροχού)
3)фотографи́ческая ка́мера — ο σκοτεινός θάλαμος
-
25 класс
I класс Ι м (социальная группа) η τάξη* рабочий \класс η εργατική τάξη II класс II м 1) (в школе ) η τάξη η αίθουσα (помещение ) 2) спорт, η τάξη, η κατηγορία спортсмен высокого \класса ο αθλητής πρώτης κατηγορίας* * *I м( социальная группа) η τάξηII мрабо́чий класс — η εργατική τάξη
2) спорт. η τάξη, η κατηγορίαспортсме́н высо́кого класса — ο αθλητής πρώτης κατηγορίας
-
26 отделение
отделение с 1) (часть помещения, филиал) το τμήμα* το διαμέρισμα· το παράρτημα* \отделение милиции το τμήμα πολιτοφυλακής* почтовое \отделение το ταχυδρομείο· приёмное \отделение η αίθουσα παραλαβής ασθενών ( στο νοσοκομείο) 2) (концерта) το μέρος* * *с1) (часть помещения, филиал) το τμήμα; το διαμέρισμα; το παράρτημαотделе́ние мили́ции — το τμήμα πολιτοφυλακής
почто́вое отделе́ние — το ταχυδρομείο
приёмное отделе́ние — η αίθουσα παραλαβής ασθενών (στο νοσοκομείο)
2) ( концерта) το μέρος -
27 полный
полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα* * *1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρηςпо́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι
зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη
2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος••по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα
-
28 помещение
помещение с о χώρος* η αίθουσα (для собрания) жилое \помещение το οίκημα, το σπίτι* * *сο χώρος; η αίθουσα ( для собрания)жило́е помеще́ние — το οίκημα, το σπίτι
-
29 приёмная
-
30 салон
-
31 читальный
читальный: \читальный зал το αναγνωστήριο, η αίθουσα μελέτης* * *чита́льный зал — το αναγνωστήριο, η αίθουσα μελέτης
-
32 помещение
помещениес1. ἡ αίθουσα, ὁ χώρος, τό οίκημα:большое \помещение μεγάλη αίθουσα, μεγάλος χώρος·2. (действие) ἡ τοποθέτηση[-ις], ἡ ἐγκατάσταση [-ις], ἡ ἐπένδυσις (капитала) / ἡ κατάθεση (в банк, в сберкассу) I ἡ καταχώρηση, ἡ δημοσίευση [-ις] (статьи и т. п.). -
33 зала
-ы θ. παλ. αίθουσα, σάλα•тронная зала η αίθουσα του θρόνου.
-
34 аудитория
η αίθουσα ακροτηρίουτο ακροατήριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аудитория
-
35 зал
η αίθουσαвыставочный - εκθέσεων, εκθεσιακή -гимнастический - γυμναστικής, το γυμναστήριοмашинный тех. - το μηχανοστάσιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зал
-
36 кают-компания
η αίθουσα των αξιωματικών του πλοίουη τραπεζαρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кают-компания
-
37 конференц-зал
η αίθουσα των διαλέξεων/συνδιασκέψεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конференц-зал
-
38 палата
1. (государственное учреждение, ведающее чем-л.) η Βουλή 2. (представительное учреждение) το επιμελητήριο, η αίθουσαвнешнеторговая - см. торговая -3. (больничная) о θάλαμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палата
-
39 просмотровый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просмотровый
-
40 актовый
актовыйприл:\актовый зал ἡ αίθουσα τελετών.
См. также в других словарях:
Αἴθουσα — Αἰθούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθουσα — portico fem nom/voc sg αἴθω light up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθούσας — αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem acc pl αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem gen sg (doric aeolic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσας — Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem acc pl Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσαις — Αἰθούσα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσαις — αἴθουσα portico fem dat pl αἴθω light up pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσης — Αἰθούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσης — αἴθουσα portico fem gen sg (attic epic ionic) αἴθω light up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)