-
81 кочегарка
-и θ.αίθουσα λεβήτων. -
82 курзал
-а α.αίθουσα συναυλιών σε λουτρόπολη. -
83 лекторий
-я α.αίθουσα διαλέξεων οργάνωση διαλέξεων. -
84 многолюдно
επίρ.ως κατήγ•в зале было многолюдно στην αίθουσα ήταν πολυκοσμία.
-
85 мюзик-холл
-а α.αίθουσα συναυλιών. -
86 ожидальня
-и θ.αίθουσα αναμονής. -
87 палата
-не.1. πλθ. (палатаашы, -лат) παλ.παλάτι, ανάκτορο.2. (παλ,) πολυτελές δωμάτιο.3. θάλαμος νοσοκομειακός.4. Βουλή•нижняя палата η κάτω.Βουλή•
верхняя палата η άνω Βουλή•
народная палата η λαϊκή Βουλή.
5. αίβουσα•судебная -η αίθουσα του δικαστηρίου•
торговая палата το εμπορικό επιμελητήριο.
εκφρ.ума палата у него – αυτός είναι τετραπέρατος ή πανδαήμονας. -
88 помещение
-я ουδ.1. τοποθέτηση• εγκατάσταση.2. καταχώρηση, δημοσίευση (σε εφημερίδα, περιοδικό).3. κατάθεση χρημάτων.4. χώρος κλειστός, αίθουσα κ.τ.τ. жилое помещение κατοικία•караульное помещение σκοπιά• φυλάκιο.
-
89 портретный
επ.1. προσωπογραφικός, του πορτρέτου.2. ουσ. θ. -ая, -ой παλ. αίθουσα προσωπογραφιών. -
90 преддверие
-я ουδ.1. (γραπ. λόγος) το πρόθυρο, ο χώρος μπροστά από την πόρτα.2. (ανατ.) προθάλαμος•преддверие в ушном лабиринте προθάλαμος (αίθουσα) του λαβύρινθου του αυτιού.
3. μτφ. τα πρόθυρα (οι παραμονές). -
91 приставной
επ.πρόσθετος, συμπληρωματικός• προσαρτημένος•приставной стул в зрительном зале кинотеатра πρόσθετο κάθισμα στην αίθουσα του κινηματοθεάτρου.
|| στηριχτός. -
92 проветрить
ρ.σ.μ.1. αερίζω•проветрить зал αερίζω την αίθουσα.
2. μτφ. διασκεδάζω μεταβαίνω χάρη αναψυχής ξεσκάω.1. αερίζομαι•комната -лась το δωμάτιο αερίστηκε.
2. διασκεδάζω, ξεσκάω. -
93 продолговатый
επ., βρ: -ват, -а, -о, επιμήκης, μακρουλός• προμήκης•-ое лицо μακρουλό πρόσωπο•
продолговатый зал επιμήκης αίθουσα•
мозг προμήκης μυελός.
-
94 просмотровый
επ.για έλεγχο, για εξέταση (καλλιτεχνικών ή άλλων συγκροτημάτων)•просмотровый зэл αίθουσα εξέτασης.
-
95 рекреационный
επ. παλ. του διαλείμματος ή για διάλλειμμα•-ые часы ώρες διαλείμματος•
рекреационный зал αίθουσα διαλειμμάτων.
-
96 репетиционный
επ.της πρόβας•репетиционный зал η αίθουσα πρόβας.
-
97 салон
-а α.σάλα σαλόνι, αίθουσα• (υποδοχής• συνέντευξης• έκθεσης} καταστήματος κ.τ.τ.). -
98 светлица
-ы θ. παλ. φωτεινό δωμάτιο, φωτεινή αίθουσα. -
99 светлый
επ., βρ: -тел, -тла, -тло.1. φωτεινός, φωτερός, φαεινός•-ая лампочка φωτεινή λαμπίτσα•
светлый зал φωτεινή αίθουσα•
день φωτόλουστη μέρα.
|| λαμπερός, γυαλιστερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. ανοιχτόχρωμος, ξανθόχρωμος•-ое пальто ανοιχτόχρωμο πανωφόρι.
3. διαυγής, πολύ καθαρός•-ое стекло πολύ καθαρό γυαλί•
-ая вода διαυγές νερό.
|| (για φωνή) καθαρός• υψηλός• μεταλλικός.4. ευφρόσυνος, ευχάριστος, χαρωπός• τερπνός•-ые воспоминания ευχάριστες αναμνήσεις.
6. μτφ. καλός, αγαθός, ωραίος• θετικός•-ые и тмные стороны жизни οι καλές και οι κακές πλευρές της ζωής ή οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές της ζωής.
7. μτφ. καθαρός, διαυγής•светлый ум φωτεινός νους ή φωτεινό μυαλό.
8. πασχαλινός, λαμπριάτικος. -
100 сессионный
επ.της συνεδρίασης• για συνεδρίαση•-ое время ο χρόνος της συνεδρίασης•
сессионный зал αίθουσα συνεδρίασης, -εων.
См. также в других словарях:
Αἴθουσα — Αἰθούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθουσα — portico fem nom/voc sg αἴθω light up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθούσας — αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem acc pl αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem gen sg (doric aeolic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσας — Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem acc pl Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσαις — Αἰθούσα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσαις — αἴθουσα portico fem dat pl αἴθω light up pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσης — Αἰθούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσης — αἴθουσα portico fem gen sg (attic epic ionic) αἴθω light up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)