-
21 допекать
допекатьнесов1. ἀποψήνω, ψήνω ὡς τό τέλος, τελειώνω τό ψήσιμο·2. (донимать) разг ἐνοχλώ, παραζαλίζω, παρα-σκοτίζω. -
22 досаждать
досаждатьнесов φουρκίζω, ἐνοχλώ. -
23 душа
душ||а́ж1. ἡ ψυχή:добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου! -
24 затруднить
затруднитьсов, затруднять несов1. (кого-л.) ἐνοχλώ, προκαλώ ἐνόχληση:вас это не затруднит? δέν θά σᾶς εἶναι δύσκολο;·2. (что-л.) δυσκολεύω, δυσχεραίνω:\затруднить доступ куда-л. δυσκολεύω τήν είσοδο. -
25 мешать
меш||ать Iнесов ἐμποδίζω / ἐνοχλώ, ἀνησυχώ (беспокоить)/ στενοχωρώ (стеснять)· ◊ не \мешатьа́ет..., не \мешатьало бы... разг δέν θά πείραζε..., δέν θοταν ἄσχη-μο...мешать IIнесов1. (размешивать) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω:\мешать кашу ἀνακατεύω τό λαπά· \мешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα, ἀνακατεύω τή φωτιά στή σόμπα·2. (смешивать) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγχέω, μπερδεύω (путать):\мешать краски ἀναμιγνύω (или ἀνακατεύω) τίς μπογιές· \мешать ко́фе с цикорием ἀνακατώνω τόν καφέ μέ τό κιχώρι, \мешать вино́ с водой νερώνω τό κρασί. -
26 нарушать
нарушатьнесов1. διαταράσσω, ταράζω, ἐνοχλώ, ἀνησυχῶ:\нарушать покой διαταράσσω τήν ήσυχία· \нарушать сон κόβω τόν ὑπνο·2. (преступать) παραβαίνω, παραβιάζω, καταπατώ, ἀθετῶ:\нарушать закон καταπατώ τόν νόμον ·\нарушать клятву, присягу παραβαίνω (или πατῶ) τόν ὀρκο μου· \нарушать слово ἀθετΦ τόν λόγο μου· \нарушать договор καταπατώ τήν συμφωνία· \нарушать границу παραβιάζω τά σύνορα. -
27 неудобство
неудобствос1. ἡ δυσχέρεια, ἡ ἀβολία, ἡ δυσκολία, ἡ στενοχώρια, ἡ ἔλλειψις ἀνεσης· причинять \неудобство ἐνοχλω, δυσκολεύω·2. перен ἡ δυσάρεστη θέση, ἡ ἀμηχανία, ἡ ἀνησυχία. -
28 обеспокоить
обеспокоитьсов1. ἀνησυχώ Οίετ.), ἐνοχλώ, προξενώ ἀνησυχία[ν]. -
29 побеспокоить
побеспокоитьсов ἀνησυχώ (μετ.), ἐνοχλώ. -
30 привязываться
привязывать||ся1. (κ чему-л.) δένομαι, συνδέομαι·2. перен (κ кому-л.) ἀφοσιώνομαι·3. (надоедать) разг ἐνοχλώ, γίνομαι φόρτωμα, κολλώ, γίνομαι φορτικός (или ὀχληρός)·4. (приставать) κολλώ κάποιου, γίνομαι τσιμπούρι:по дороге ко мне привязалась какая-то собака ото δρόμο μέ πήρε στό κατόπι ἔνας σκύλος. -
31 приставать
пристава́тьнесов1. (о судне и т. п.) καταπλέω, προσορμίζομαι, ἀράζὠ2. (прилипать) κολλώ (тж. перен, \приставать о болезни)·3. (присоединяться) ἐνώνομαι, προσχωρώ, συντάσσομαι·4. (надоедать) ἐνοχλώ, φορτώνομαι, κολλώ σέ κάποιον:не \приставатьй! ἄφησέ με ήσυχο!, ξεφορτώσου με! -
32 причинять
причинятьнесов προξενώ, προκαλώ, γίνομαι αίτιος, ἐπιφέρω:\причинять боль προξενώ πόνο· \причинять вред βλάπτω, προκαλώ ζημία· \причинять беспокойство στενοχωρώ, ἐνοχλώ, προξενώ ἐνόχληση. -
33 резать
резатьнесов1. κόβω, κόπτω/ τεμαχίζω, κομματιάζω, κόβω φέτες (ломтями):\резать ножницами κόβω μέ τό ψαλίδι, ψαλιδίζὠ \резать хлеб κόβω ψωμί·2. (убивать) σφάζω·3. (по дереву и т. п.) γλύφω, σκαλίζω·4. (вскрывать) разг ἀνοίγω, κόβω:\резать нарыв ἀνοίγω τό ἀπόστημά5. (причинять боль) σουβλίζω, κόβω, πονώ:веревка режет пальцы τό σχοινί μοδ κόβει τά δάχτυλα· свет мне режет глаза τό φῶς μοῦ χτυπά στά μάτια· режет в желудке αἰσθάνομαι σουβλιές στό στομάχι·6. (производить неприятное впечатление) ἐνοχλω, χτυπώ:режет слух (ухо) χτυπά ἀσχημα (στ' αὐτί)·7. (на экзамене) разг ἀπορρίπτω στίς ἐξετάσεις-◊ \резать по живому месту παίρνω δραστήρια μέτρα· \резать правду в глаза разг λέγω κατάμουτρα τήν ἀλήθεια. -
34 тормошить
тормошитьнесов прям., перен τραβώ, τραβολογώ, συχνοτραβώ, φορτώνομαι/ ἐνοχλώ (надоедать):\тормошить за рукав τραβώ ἀπ· τό μανίκι. -
35 тревожить
тревож||итьнесов1. (волновать) ἀνησυχώ (μ-τ,), στενοχωρώ:меня \тревожитьат слухи οἱ φήμες μέ κάνουν ν' ἀνησυχώ·2. (нарушать покой) ἐνοχλώ, ταράζω:весь день меня \тревожитьат посетители ὅλη τήν ήμερα μέ ἐνοχλοῦν οἱ ἐπισκέπτες·3. (причинять боль, бередить) πειράζω, ἀγγίζω:\тревожить рану πειράζω τήν πληγή· ◊ \тревожить чье-л. воображение ταράζω τίς σκέψεις κάποιου. -
36 тяготить
тягот||и́тьнесов (ἐπι)βαρύνω, πιέζω, ἐνοχλῶ, στενοχωρώ:меня \тяготитьят заботы μέ βαρύνουν οἱ φροντίδες· это меня \тяготитьит αὐτό μέ στενοχωρεί. -
37 утруждать
утруждатьнесов ἐνοχλώ, βαρύνω:\утруждать кого́-л. просьбой βαρύνω κάποιον μέ παράκληση· не утруждайте себя μήν κάνετε τόν κόπο. -
38 беспокоить
[μπισπακόιτ*] ρ. ενοχλώ -
39 донимазъ
[ντανιμάτ'] ρ. ενοχλώ -
40 мешать
[μισάτ'] ρ. εμποδίζω, ενοχλώ
См. также в других словарях:
ενοχλώ — ενοχλώ, ενόχλησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. ενοχλεί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek
ενοχλώ — ενόχλησα, ενοχλήθηκα, ενοχλημένος, μτβ., προξενώ ενόχληση σε κάποιον, ταράζω την ησυχία του, στενοχωρώ, δυσαρεστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνοχλῶ — ἐνοχλέω trouble pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεκουφαίνω — ενοχλώ προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο («μάς ξεκούφανες με τις φωνές σου») … Dictionary of Greek
παρενοχλώ — παρενοχλῶ, έω ΝΑ ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τόν αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται νεοελλ. στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς αρχ. 1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα… … Dictionary of Greek
διενοχλώ — διενοχλῶ ( έω) (AM) [ενοχλώ] ενοχλώ αδιάκοπα, υπερβολικά … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
παροχλώ — έω, Α παρενοχλώ, ενοχλώ επί πλέον, προκαλώ πρόσθετη ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀχλῶ «εμποδίζω ενοχλώ»] … Dictionary of Greek
προσοχλώ — έω, Α ενοχλώ, δυσαρεστώ ή ταράζω κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀχλῶ «ενοχλώ»] … Dictionary of Greek
προσπαρενοχλώ — έω, Μ ενοχλώ κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρενοχλῶ «ενοχλώ»] … Dictionary of Greek