Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ῥήματα)

  • 1 переходный

    переходный μεταβατικός· \переходный период η μεταβατική περίοδος· \переходныйые глаголы τα μεταβατικά ρήματα
    * * *

    перехо́дный пери́од — η μεταβατική περίοδος

    перехо́дные глаго́лы — τα μεταβατικά ρήματα

    Русско-греческий словарь > переходный

  • 2 глагол

    α.
    1. παλ. λόγος, ομιλία.
    2. (γραμμ.) το ρήμα•

    переходные и непереходные -ы μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα•

    возвратные -ы ρήματα παθητικής φωνής.

    Большой русско-греческий словарь > глагол

  • 3 возвратный

    возвратн||ый
    прил
    1. τής ἐπιστροφής, ἀναδρομικός:
    \возвратный путь ἡ ἐπιστροφή, ἡ ἐπάνοδος·
    2. мед. ὑπόστροφος:
    \возвратный тиф ὁ ὑπόστροφος (или ὑποστροφικός) τύφος·
    3. грам. α ὑτοπαθής, μέσος:
    \возвратныйые глаголы τά παθητικά (или μέσα) ρήματα· \возвратныйое местоимение ἡ αὐτοπαθἡς ἀντωνυμία

    Русско-новогреческий словарь > возвратный

  • 4 переходный

    перехо́дн||ый
    прил μεταβατικός:
    \переходный период ἡ μεταβατική περίοδος· \переходныйые глаголы грам. τά μεταβατικά ρήματα.

    Русско-новогреческий словарь > переходный

  • 5 до...

    (πρόθεμα) προσδίνει στά ρήματα τις εξής σημασίες:
    1. ολοκλήρωση, περάτωση της ενέργειας: дочитать, допить, доесть,доехать.
    2. συμπλήρωση ως το κανονικό ή επιπρόσθετα: докупить, дополучать, досыпать.
    3. με το μόριο «-ся» σημαίνει ενέργεια μέχρι ενός αποτελέσματος, μέχρι ενός βαθμού: дозвониться, добудиться, дозваться, доболтаться.
    4. προ: дошкольный, дореволюционный.
    5. σε συνδυασμό με βραχέα ποιοτικά επίθετα σχηματίζονται επιρρήματα, που αντιστοιχούν με τα: κατά..., ολο...: «добела» – κάτασπρα, «досуха» – κατάξερα, «догола» – ολόγυμνα.

    Большой русско-греческий словарь > до...

  • 6 за...

    (πρόθεμα)
    I.
    Μ’ αυτό σχηματίζονται ρήματα με τις εξής σημασίες:
    1. έναρξη, αρχή ενέργειας, δράσης: зааплодировать, запеть κλπ.
    2. επίτευξη αποτελάσματος της ενέργειας ή κατάστασης: завоевать, закрепить κλπ.
    3. (με το μόριο «ся» ή κ. χωρίς αυτό) πέρα από τα όρια: захвалить, закормить.
    4. (κατεύθυνση της ενέργειας) πίσω απο•

    завернуть за угол στρίβω πίσω στη γωνία.

    5. (κίνηση) πέρα, μακριά: завезти, загнать κλπ.
    6. (μπαίνω για λίγο, περνώ βιαστικά, στο πόδι)•

    забежать, занести κλπ.

    7. (ενέργεια μόνο κατά την επιφάνεια ή στην άκρη): запилить.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημ. πέρα, αντίπερα, από πέρα, πέρα απο: заречье, заречный.

    Большой русско-греческий словарь > за...

  • 7 -ка

    μόριο στο τέλος των ρ. στην προστακτική, που προσδίδει σημασία ηπιότητας της προσταγής• παράκλιση, νουθεσία, απλότητα•

    ступай-ка отсюда πήγαινε (φύγε) απ εδώ σε παρακαλώ•

    дайте-ка пройти κάνετε μέρος να περάσω, καλοί μου•

    пойдём-ка садиться за стол πάμε λιγάκι να καθίσομε στο τραπέζι•

    скажи-ка πες μου σε παρακαλώ•

    дайте-ка посмотреть αφήστε με λιγάκι να κοιτάζω.

    || (σημαίνει παρότρυνση)• έλα•

    на-ка выпей έλα πιες•

    ну-ка садись έλα κάθησε.

    || (με ρήματα πρώτου προσώπου μονολεκτικού μέλλοντα σημαίνει αιφνίδια εμφάνιση επιθυμίας ή απόφασης)• να•
    αγοράσω αυτό το βιβλίο•

    напишу-ка я ему письмо θα του γράψω γράμμα.

    Большой русско-греческий словарь > -ка

  • 8 неправильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. μη σωστός αντικανονικός, ανώμαλος• μη φυσιολογικός•

    -ое развитие организма μη φυσιολογική ανάπτυξη του οργανισμού.

    || επιλήψιμος, επίμεμπτος• καταχρηστικός, παράτυπος.
    2. αναληθής, ανακριβής• λαθεμένος, εσφαλμένος•

    расчт λαθεμένος λογαριασμός•

    -ое суждение εσφαλμένη κρίση•

    -ая точка зрения λαθεμένη άποψη.

    || άδικος•

    -ое обвинение άδικη κατηγορία.

    εκφρ.
    - ые глаголы – ανώμαλα ρήματα•
    - ая дробь – (μαθ.) καταχρηστικό ή νόθο κλάσμα.

    Большой русско-греческий словарь > неправильный

  • 9 неспрягаемый

    επ. (γραμμ.) άκλιτος (για ρήματα)•

    неспрягаемый глагол άκλιτο ρήμα.

    Большой русско-греческий словарь > неспрягаемый

  • 10 приставочный

    επ.
    1. αβγατισμένος.
    2. προθεματικός•

    -ые глаголы ρήματα προθεματικά (τα οποία έχουν μπροστά συμφυή πρόθεση): переделать – μεταποιώ).

    Большой русско-греческий словарь > приставочный

  • 11 разноспрягаемый

    επ. (γραμμ.)• ετερόκλιτος (για ρήματα).

    Большой русско-греческий словарь > разноспрягаемый

  • 12 с...

    с..., со..., съ...
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.
    2. κίνηση με επιστροφή•

    сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•

    сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).

    3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.
    4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.
    5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.
    6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.
    7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).
    8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.
    II.
    Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.

    Большой русско-греческий словарь > с...

  • 13 спряжение

    ουδ. (γραμμ.) κλίση (για ρήματα).

    Большой русско-греческий словарь > спряжение

  • 14 у...

    1.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας, κίνησης από κάτι• απομάκρυνση, εξάλειψη, εξαφάνιση: убежать, увести, улететь, ускакать, утечь.
    2. αφαίρεση μέρους, μείωση ποσότητας από κάτι: урвать, усчь, усчитать, ушить.
    3. ολοκλήρωση της ενέργειας: α) κάλυψη με την ενέργεια όλο το αντικείμενο• επέκταση της ενέργειας σε όλο το αντικείμενο: убелить, умазаться, устлать, ушить. β) φτάσιμο, κατάληξη της ενέργειας ως το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ως την πλήρη ικανοποίηση: убаюкать, уговорить,умучить, упариться, упечься, упиться, γ) ολοκλήρωση της ενέργειας παρά τις αντιδράσεις, με υπερνίκηση δυσκολιών, εμποδίων: улежать, усидеть, уберечь, δ) σταθερότητα, μονιμότητα της ενέργειας: угнездиться, усесться, увлечься.
    4. τοποθέτηση του όλου μέσα σε κάποια όρια, διαστάσεις: упечатать(ся), уписать(ся), утискать.
    5. απόκτηση νέας ποιότητας, ως συνέπεια έντονης ενέργειας, προσπαθειών: удорожить, укрепить(ся)• умертвить, усмирить(ся).
    II.
    Σχηματίζει ρήματα στιγμιαία (ρ.σ.) σε μερικές περιπτώσεις: ужалить, украсть.

    Большой русско-греческий словарь > у...

  • 15 управлять

    -яю, -яешь μτχ. ενστ. управляющий, παθ. μτχ. ενστ. управлюемый, βρ: -ляем, -а, -о
    ρ.δ. (με οργν.).
    1. διευθύνω, οδηγώ•

    управлять автомобилем οδηγώ το αυτοκίνητο•

    управлять судном πηδαλιουχώ (τιμονιάρω) σκάφος.

    || χειρίζομαι•

    управлять кистью χειρίζομαι το πινέλο.

    || διευθύνω, κουμαντάρω• κανονίζω.
    2. διοικώ• κυβερνώ-διευθύνω•

    управлять государством κυβερώ το κράτος•

    управлять страной κυβερνώ τη χώρα•

    управлять заводом διευθύνω το εργοστάσιο.

    || διαχειρίζομαι•

    управлять хозяйством διαχειρίζομαι το νοικοκυριό ή την οικονομία.

    || εξουσιάζω•

    безумным человеком -ют страсти τον ανόητο άνθρωπο τον κυβερνούν τα πάθη.

    3. (γραμμ.) καθορίζω, απαιτώ• θέλω•

    переходные глаголы -ют винительными падежом τα μεταβατικά ρήματα θέλουν το αντικείμενο σε αιτιατική πτώση.

    1. διευθύνομαι, οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. βλ. управиться.

    Большой русско-греческий словарь > управлять

  • 16 Interest

    subs.
    Benefit, gain: P. and V. κέρδος, τό, λῆμμα, τό.
    Advantage: P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ὄφελος, τό, ὄνησις, ἡ, Ar. and V. ὠφέλημα, τό, V. ὠφέλησις, ἡ.
    One's interests: P. and V. τὸ συμφέρον, τὰ συμφέροντα.
    The public interests: P. τὸ πᾶσι συμφέρον, P. and V. τὸ κοινόν.
    Private interests: P. and V. τὰ δια, τὰ οἰκεῖα.
    He has some private interests to serve: P. ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει (Thuc. 3, 42).
    Her interests are committed to her parents and friends: V. τῇ δʼ ἐν γονεῦσι καὶ φίλοις τὰ πράγματα (Eur., And. 676).
    You will best consult your own interests: P. τὰ ἄριστα βουλεύσεσθε ὑμῖν αὐτοῖς (Thuc. 1, 43).
    He said that it was not words that confirmed friendship, but community of interests: P. οὐ τὰ ῥήματα οἰκειότητας ἔφη βεβαιοῦν ἀλλὰ τὸ ταὐτὰ συμφέρειν (Dem. 237).
    Attention to your interests: P. ἐπιμέλεια τῶν ὑμετέρων πραγμάτων (Andoc. 2I).
    Providing only for their own interests: P. τὸ ἐφʼ ἑαυτῶν μόνον προορωμένοι (Thuc. 1. 17).
    Considering only his own interest: P. τὸ ἑαυτοῦ μόνον σκοπῶν (Thuc. 6, 12).
    In the interest of: P. and V. πρός (gen.), πέρ (gen.) (Dem. 1232); see Favour.
    For the good of: P. ἐπʼ ἀγαθῷ (gen.).
    Against the interests of: P. and V. κατ (gen.) (Dem. 1232).
    Material interests, subs.: P. and V. χρήματα, τά; see Property.
    Influence: P. and V. δναμις, ἡ.
    Be promoted by interest: P. ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι (Thuc. 2, 37).
    Good will: P. and V. εὔνοια, ἡ.
    Zeal, exertion: P. and V. σπουδή, ἡ.
    Care: P. and V. φροντς, ἡ.
    Take an interest in, v.: P. and V. φροντίζειν (gen.). σπουδάζειν περ (gen.).
    I take no interest in: P. and V. οὔ μοι μέλει (gen.).
    Meletus has never taken any interest in these things, either little or great: P. Μελήτῳ τούτων οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν πώποτε ἐμέλησεν (Plat., Ap. 26B).
    What interest have you in? P. and V. τί σοι μέτεστι; (gen.).
    Power of pleasure, subs.: P. and V. τέρψις, ἡ.
    With view rather to stimulate the interest than tell the truth: P. ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον (Thuc. 1, 2l).
    Interest on money: Ar. and P. τόκος, ὁ, or pl.
    At high interest: P. ἐπὶ μεγάλοις τόκοις.
    Compound interest: P. τόκοι ἐπίτοκοι, οἱ.
    Bring in no interest, v.: P. ἀργεῖν.
    Bringing in interest, adj.: P. ἐνεργός.
    Bringing in no interest: P. ἀργός.
    ——————
    v. trans.
    Please, delight: P. and V. τέρπειν, ρέσκειν (acc. or dat.).
    Be interested: P. and V. ἡδέως κούειν.
    Hear with pleasure, interest oneself in: use P. and V. σπουδάζειν περ (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Interest

  • 17 Language

    subs.
    P. and V. γλῶσσα, ἡ, φωνή, ἡ. V. φτις, ἡ, φθόγγος, ὁ.
    Speech: P. and V. λόγος, ὁ.
    Style of speaking: P. λέξις, ἡ.
    Words: P. and V. λόγοι, οἱ, ῥήματα, τά; see Word.
    Speaking two languages. adj.: P. δίγλωσσος.
    Speaking the same language as: P. ὁμόφωνος (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Language

См. также в других словарях:

  • ῥήματα — ῥή̱ματα , ῥῆμα that which is said neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπαθή ρήματα — Τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί και η ενέργεια επιστρέφει πάλι σε αυτό. Προέρχονται από τα αντίστοιχα ενεργητικά ρήματα και μπορούν να αναλυθούν στο ενεργειακό ρήμα και στην ανάλογη αυτοπαθή αντωνυμία: καθαρίζομαι =… …   Dictionary of Greek

  • αμετάβατα ρήματα — Τα ενεργητικά ρήματα, των οποίων όμως η ενέργεια δεν κατευθύνεται σε κάτι εκτός του υποκειμένου, αλλά περιορίζεται μόνο σε αυτό, π.χ. τρέχω, φωνάζω, κλαίω, μιλώ κλπ. Τα α.ρ. δεν έχουν αντικείμενο. Πολλές φορές, ένα ρήμα μπορεί να είναι και α. και …   Dictionary of Greek

  • αποθετικά ρήματα — Τα ρήματα που έχουν μόνο μέση φωνή: έρχομαι, δέχομαι κλπ. (τύπος έρχω ή δέχω δεν υπάρχει). Ονομάστηκαν έτσι από λανθασμένη αντίληψη των παλαιών γραμματικών, που πίστευαν ότι αρχικά είχαν και ενεργητική φωνή την οποία απέβαλαν (απέθεντο) αργότερα …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • αφωνόληκτα — Στην καθαρεύουσα, τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα (το τελευταίο γράμμα του θέματος) άφωνο γράμμα, δηλαδή χειλικό (π, β, φ), οδοντικό (τ, δ, θ) ή ουρανικό (κ, γ, χ). Τα ουσιαστικά αυτά σχηματίζουν την ονομαστική παίρνοντας ένα ς στο θέμα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»