-
1 ακοιμητος
21) не знающий сна, никогда не отдыхающий, вечно бодрствующий(ῥεῦμα Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.)
2) неугасимый(πῦρ Plut.)
-
2 ασβεστος
I1) не гаснущий, неугасимый(φλόξ Hom.; λύχνος Plut.; πῦρ Anth.)
2) немеркнущий(κλέος Hom., Anth.; ἐργμάτων καλῶν ἀκτίς Pind.)
3) неослабевающий, несмолкающий(βοή, γέλως Hom.)
4) неукротимый(μένος Hom.)
5) непрекращающийся, неиссякающий(πόρος Ὠκεανοῦ Aesch.)
IIἥ (sc. τίτανος) негашеная известь Plut.ὅ предполож. асбест Plin. -
3 καταντικρυ
I(Hom. тж. ῡ) praep. cum gen., редко dat.
1) прямо с (чего-л.)(κ. τέγεος πεσέειν Hom.)
2) прямо напротив(τῇ θέσει τῆς ἐκροῆς Arst.)
ἐς τὰ κ. Κυθήρων τῆς Λακωνικῆς Thuc. — в (той) части Лаконии, которая находится против (острова) Киферы;καταλαβεῖν ἕδρας τῶν πρυτάνεων κ. Arph. — занять места напротив пританеев;(τοῦ Ὠκεανοῦ) κ. καὴ ἐναντίως ῥέων Ἀχέρων Plat., — Ахеронт, текущий в направлении, противоположном ОкеануIIadv.1) прямо (на)против(ἐν τῷ κ. προσιστάναι τινί Plat.; πρὸς τὸ κ. κεῖσθαι Polyb.)
κ. ὁρᾶν Plat. — смотреть прямо в лицо;εἰς τὸ κ. Plat. — в (на) противоположную сторону;ἥ ἤπειρος ἥ κ. Thuc. — противолежащий материк2) прямо, напрямик(λέγειν Arst.)
εἰς τὸ κ. Plat. — по прямой линии;κ. καὴ κατὰ τὸ εὐθύ Plat. — совершенно прямым путем -
4 κερας
τό (gen. κέρᾱτος - эп. κέρᾰος, ион. κέρεος, атт. κέρως; dat. κέρᾱτι - эп. κέραϊ, ион. κέρεϊ, атт. κέρᾳ; dual.: nom. и acc. κέρᾱτε, κέρᾶε - эп. κέρᾱ; gen. и dat. κεράτοιν, κεράοιν и κερῷν; pl.: nom. κέρᾱτα, κέρᾰα - эп. κέρᾱ, gen. κεράτων, κεράων и κερῶν, dat. κέρᾱσι, κεράεσσι; в эп. формах - ᾰ, в атт. трехсложных - ᾱ)1) рог(βοός Hom.; ταύρειον Soph.)
κόλοβος ἀγέλη κεράτων Plat. — безрогое стадо;ταῦρος εἰς κ. θυμούμενος Eur. — бодливый бык;как символ — мощи κ. σωτηρίας NT. рог спасения, т.е. могучий оплот2) рог, вещество рога(αἱ μὲν - sc. πύλαι - κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ΄ ἐλέφαντι Hom.)
3) роговой лук(τοξότης κέρᾳ ἀγλαός Hom.)
4) роговая втулка ( для защиты рыболовной лесы), т.е. удочка5) рогообразныи брусок, «рог»(λύρας Soph.)
6) роговой выступ7) рог ( служивший сосудом для питья)(κέρατα οἴνου Xen.; ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνειν Pind.)
8) рог, рожок ( духовой инструмент)(ἐπειδὰν σημήνη τῷ κέρατι Xen.; αὐλεῖν τῷ κέρατι Luc.)
9) ответвление, рукав(Ὠκεανοῦ Hes.; Νείλου Pind.)
τὸ Μενδήσιον κ. Thuc. — Мендесский рукав (Нила)10) воен., мор. крыло, фланг(δεξιόν, λαιόν Eur.)
κατὰ κ. ἐπιπίπτειν Xen. (προσβάλλειν Thuc.; συμπίπτειν Polyb.) и πρὸς τὸ κ. προσάγειν Xen. — атаковать во фланг;κατὰ τὸ εὐώνυμον τῶν Ἑλλήνων κ. εἶναι Xen. — оказаться против левого фланга греков;ἀναπτύσσειν τὸ κ. Xen. — отвести назад фланг;κατὰ κ. ἄγειν Xen. — двигаться фланговым маршем;ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Xen. — перестроиться из походной колонны в боевой порядок;κατὰ μίαν ἐπὴ κέρως παραπλέοντες Thuc. — (афинские корабли), проплывающие по одному в кильватерной колонне11) вершина(τοῦ ὄρους Xen.)
12) роговой наконечник(τοῦ καλάμου Anth.)
13) membrum virile Anth.14) рея Luc.κ. ἱστῷ κυρτοῦται Anth. — рея гнется на мачте
15) клешня(τοῦ ἀστακοῦ Arst.)
16) щупальце(τοῦ σκώληκος Arst.)
17) Luc., Sext. = κερατίνης -
5 κηπος
дор. κᾶπος ὅ1) сад(πολυδένδρεος Hom.)
; перен. благодатный край, т.е. местопребываниеἈφροδίτης κ. Pind. = Κυρήνη;
Διός κ. Pind. = Λιβύη;Διὸς κῆποι Soph. — владения Зевса, т.е. небеса;κ. Εὐβοίας Soph. = — (цветущая) Эвбея;οἱ ἀπὸ τῶν κήπων Sext., Diog.L. — садовые философы (т.е. ученики Эпикура, который учил в своем саду);οἱ Ἀδώνιδος κῆποι Plat. — сады Адонида (Адониса), т.е. мимолетные прелести;2) pudenda muliebria Diog.L.3) Diod. = κῆβος См. κηβος -
6 κροκοπεπλος
-
7 νατωρ
-
8 πεταλον
ион. πέτηλον τό1) лист(δενδρέων ἐν πετάλοισι Hom.; κιττοῦ π. Xen.)
2) цветок(λειμώνων πέταλα Anth.)
ῥόδεα πέταλα Eur. — розы4) металлическая пластинка, бляшкаκεχρυσωμένος πετάλοις τὸ στῆθος Luc. — с грудью, украшенной золотыми пластинками
5) ответвление, т.е. источник(Ὠκεανοῦ πέταλα Pind.)
См. также в других словарях:
Ὠκεανοῦ — Ὠκεανός Oceanus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκεανοῦ — Ὠκεανός Oceanus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βρετανικό Έδαφος του Ινδικού Ωκεανού — (British Indian Ocean Territory). Αρχιπέλαγος (220 τ. χλμ., περ. 1.500 κάτ.) του Ινδικού ωκεανού, ΒΑ του Μαυρικίου. Το Β.Ε. του Ι.Ω. αποτελεί βρετανική αποικία από τις 10 Νοεμβρίου 1965, αν και σήμερα αποτελεί αμφισβητούμενο έδαφος (με αξιώσεις… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… … Dictionary of Greek