-
121 μελι-γᾱθής
μελι-γᾱθής, ές, wie Honig erfreuend, honigsüß, ὕδωρ, Pind. frg. 211 bei Ath. II, 41 e.
-
122 μελί-κρᾱτος
μελί-κρᾱτος, ion. μελίκρητος, mit Honig gemischt, angemacht, τὸ μελίκρατον, sc. πόμα, ein Trank aus Honig u. Milch, welcher den Göttern der Unterwelt u. den abgeschiedenen Seelen gespendet wurde, Od. 10, 519. 11, 27; auch μελίκρατα γάλακτος, Eur. Gr. 115, denn es gab auch ein Gemisch von Honig u. Wasser, bei Suid. ὕδωρ μελίκρατον, nach Moeris war der hellenistische Ausdruck dafür οἰνόμελι u. ὑδρόμελι; vgl. noch Ap. Rh. 4, 712; Piers. zu Moeris p. 254.
-
123 δια-πρύσιος
δια-πρύσιος, α, ον, auch 2 End., H. h. Ven. 19, sich we ithin erstreckend, hindurchdringend; Einige leiten das Wort wohl entschieden falsch von διαπρό ab; es ist vielmehr wohl aus ΔΙΑΠΕΡΆΣΙΟΣ entstanden, das Ε ausgestoßen, Υ äolisch für Α, von διαπεράω, hindurchdringen. Vgl. διαμπερές. Apollon. Lex. Homer. p. 58, 23 διαπρύσιον· διάτονον. Homer siebenmal, alle Stellen in der Ilias, accusat. singul. adverbial, fast überall in der Formel ἤυσεν δὲ διαπρύσιον, Δαναοῖσι (Τρώεσσι) γεγωνώς, weithinrief er, Iliad. 8, 227. 11, 275. 586. 12, 439. 13, 149. 17, 247; anders Iliad. 17, 748 ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις, πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ὅς τε καὶ ἰφϑίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεϑρα ἴσχει, ἄφαρ δέ τε πᾶσι ῥόον πεδίονδε τίϑησιν πλάζων· οὐδέ τί μιν σϑένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες, ein in die Ebene weit hinein ragender Bergrücken. – Pind. N. 4, 51 Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, βουβόται τόϑι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναϑεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον, das sich weithin erstreckende, weite, große Land; – δ. κιϑαρίζων H. h. Ven. 80; vgl. Ap. Rh. 1, 1272; ὄτοβος, vom Donner, Soph. Tr. 781; κέλαδος Eur. Hel. 1324; ὀλολυγαί H. h. Ven. 19; Callim. Del. 258; Sp., die auch das adv. διαπρυσίως so gebrauchen. – Aber κεραϊστής, weit berühmt od. durchtrieben, H. h. Merc. 336; πόλεμος, heftig, D. L. 2, 143.
-
124 δια-πομπεύω
δια-πομπεύω, den Aufzug zu Ende führen, εἰς τέλος, Luc. Necyom. 16; übh. herumgeben, ὕδωρ, Critias bei Ath. XIII, 600 e.
-
125 δια-πῑδύω
δια-πῑδύω, durchseihen, durchschlagen; οἱ ὑψηλοὶ τόποι διαπιδύουσι τὸ ὕδωρ Arist. Meteor. 1, 13; intr., durchsickern, διὰ τῶν φλεβῶν, gener. anim. 2, 6.
-
126 δια-τρέχω
δια-τρέχω (s. τρέχω), 1) durchlaufen; von Schiffen, αἱ δὲ μάλ' ὦκα ἰχϑυόεντα κέλευϑα διέδραμον Odyss. 3, 177; Hermes fragt Odyss. 5, 100 τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ ἄσπετον; – τὸ στρατόπεδον διαδραμών Thuc. 2, 25; übertr., τὸν λόγον Plat. Phaedr. 237 a; ἅπαντα τὸν βίον Legg. VII, 802 a; τὰ ἡδέα, alle Genüsse durchlaufen, Xen. Mem. 2, 1, 31; πληγὴ διαδραμοῦσα μέχρι, ein Hieb, der durchdringt, Plut. Pyrrh. 24. – 2) hin u. her laufen; ἀτρεμίζων καὶ μὴ δ. Antiph. III β 5; ἀστέρες Ar. Pax 838; ἔνδοϑέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 16); ἡ φήμη διέδραμε, verbreitete sich, Hdn. 3, 2, 13. u. öfter; wie νεωτερισμός Plut. Alex. 68; ϑροῠς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Pyrrh. 13. – Aor. διέϑρεξα Call. Lav. Pall. 23.
-
127 δι-αττάω
-
128 δια-τελής
δια-τελής, ές, fortwährend, beständig; βρονταί Soph. O. C. 1514; Ggstz μεταξὺ διαφϑειρόμενος Plat. Rep. X, 618 a; ὕδωρ, stets fließend, Ael. V. H. 3, 1.
См. также в других словарях:
ὕδωρ — water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
ύδωρ — το γεν. ύδατος, πληθ. ύδατα 1. το νερό, το υγρό στοιχείο της φύσης (θάλασσες, ποταμοί, λίμνες, πηγές, βροχή κτλ.). 2. γενική ονομασία διάφορων χημικών ή φυσικών υγρών: Βαρύ ύδωρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὕδωρ παραρρεῖ. — ὕδωρ παραρρεῖ. См. Время летит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. — ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. См. Воду толочь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… … Dictionary of Greek
εφ' ύδωρ — ἐφ ὕδωρ και όχι ἐφύδωρ, ὁ (Α) 1. ο φύλακας, ο επιστάτης τού υδραυλικού ρολογιού (κλεψύδρας) στα αθηναϊκά δικαστήρια 2. (ως εμπρόθ. προσδ.) ἐφ ὕδωρ υπό το ύδωρ, κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕδωρ] … Dictionary of Greek
Βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. — βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. См. Не плюй в колодезь, приведется воды напиться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αμαρήιον ύδωρ — ἀμαρήιον ὕδωρ (Α) [ἀμάρα] το νερό τής αμάρας, νερό που κυλά μέσα από τον οχετό … Dictionary of Greek
Ἄριστον μὲν ὕδωρ. — См. Голая правда, истина … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)