-
41 δαιδαλώδης
ης, ες запутанный, сложный;δαιδαλώδης υπόθεσις — запутанное дело
-
42 εκκρεμής
ης, ες1) висящий, висячий; 2) нерешённый, ожидающий решения, незаконченный;δίκη ( — или δικαστική υπόθεσις) юр. — незаслушанное дело;εκκρεμής λογαριασμός — ещё не составленный счёт
-
43 εκκρεμώ
(ε) αμετ.1) быть в состоянии нерешённости, незаконченности;η υπόθεσίς μου εκκρεμεί από ετών — моё дело тянется годы;
2) быть в неопределённом, неустойчивом положении -
44 εξωδίκως
επίρρ.1) вне суда;η υπόθεσις συνεβιβάσθη εξωδίκως — дело было улажено без суда;
2) неофициально;πληροφορήθηκα εξωδίκως — я узнал это из неофициальных источников, от посторонних лиц
-
45 υποθέσεσι
-
46 ὑποθέσεσι
-
47 υποθέσεσιν
-
48 ὑποθέσεσιν
-
49 υποθέσεων
-
50 ὑποθέσεων
-
51 υποθέσεως
-
52 ὑποθέσεως
-
53 υποθέσιας
-
54 ὑποθέσιας
-
55 υποθέσιες
-
56 ὑποθέσιες
-
57 υποθέσιος
-
58 ὑποθέσιος
-
59 υπόθεσιν
-
60 ὑπόθεσιν
См. также в других словарях:
ὑπόθεσις — proposal fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέσει — ὑπόθεσις proposal fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποθέσεϊ , ὑπόθεσις proposal fem dat sg (epic) ὑπόθεσις proposal fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέσεις — ὑπόθεσις proposal fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόθεσις proposal fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гипотеза в науках о природе — (ύπόθεσις все полагаемое в основание, предположение, основное положение, принцип) предположение, делаемое нами для объяснения явлений. К таким предположениям мы прибегаем, когда сложность условий явления не допускает непосредственно… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ὑποθέσεσι — ὑπόθεσις proposal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέσεσιν — ὑπόθεσις proposal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέσιας — ὑπόθεσις proposal fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέσιες — ὑπόθεσις proposal fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέσιος — ὑπόθεσις proposal fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόθεσιν — ὑπόθεσις proposal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… … Dictionary of Greek