-
1 ανειπον
[aor. 2 к ἀναγορεύω См. αναγορευω] возвестить, объявить, провозгласить(τινα Pind.; τινί τι Xen.; τι ὑπὸ κήρυκος Plut.)
ἀ. πάντα τὰ χαλεπά Xen. — пригрозить всяческими карами;κήρυγμα ἀ. τὸν βουλόμενον μένειν Thuc. — объявить через глашатая, что желающие могут остаться;ἀ. τινά τινα Plut. — провозгласить кого-л. кем-л.;ἀ. θεούς Plut. — воззвать к богам -
2 προαγορευω
1) предсказывать, предвещать(τέν μεταλλαγέν τῆς ἡμέρης Her.; τὸ μέλλον Xen.)
2) предупреждать, предостерегатьπροηγόρευεν, ὅτι ὡς πολεμίῳ χρήσοιτο Xen. — (всякого бегущего Кир) предупредил, что поступит (с ним) как с врагом
3) заявлять, указывать(προηγόρευε τοῖς Ἀθηναῖοις, sc. ὅ Περικλῆς, ὁτι Ἀρχίδαμος οἱ ξένος εἴη Thuc.)
4) объявлять, возвещать, провозглашать(ὑπὸ κήρυκος Her.; πόλεμόν τινι Thuc.)
ἰσονομίην τινὴ π. Her. — предоставлять кому-л. равноправие;τοὺς Ἕλληνας π. αὐτονόμους ἀφιέναι Thuc. — предоставлять грекам жить по их собственным законам5) приказывать, предписывать(τινἴ μετιέναι τινά Her.)
π. τινὴ μέ κινεῖν τι Plat. — запрещать кому-л. разрушать (досл. потрясать) что-л.;τὰ προηγορευμένα Xen. — предписания, указания6) вызывать (в качестве обвиняемого)(π. τινὴ εἰς τρίτην ἀγορὰν παρεῖναι Plut.)
7) (тж. π. εἴργεσθαι τῶν νομίμων Dem.)( об обвиняемом в убийстве) объявлять о запрещении участвовать в священных обрядах (τοῖς ἀνδροφόνοις Isocr.)
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
υποκηρύσσω — και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [κηρύσσω] 1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου) 2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα… … Dictionary of Greek