Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ὑποψίαν

  • 1 Reflect

    v. trans.
    Reflect ( as a mirror): P. ἐμφαίνειν.
    Show: P. and V. φαίνειν; see Show.
    Absol., ponder: P. and V. ἐνθυμεῖσθαι, νοεῖν (or mid.), ἐννοεῖν (or mid.), συννοεῖν (or mid.), φροντίζειν, λογίζεσθαι, ἐπισκοπεῖν, σκοπεῖν (V. also mid.), P. ἐκλογίζεσθαι.
    Reflect with oneself: P. παρʼ ἑαυτῷ σκοπεῖν, πρὸς ἑαυτὸν λογίζεσθαι, πρὸς ἑαυτὸν ἐνθυμεῖσθαι, πρὸς ἑαυτὸν σκοπεῖν.
    Reflect upon: P. and V. ἐνθυμεῖσθαι (acc. P. also gen.), ἐννοεῖν (or mid.) (acc.), συννοεῖν (or mid.) (acc.), λογίζεσθαι (acc.), σκοπεῖν (acc. V. also mid.), ἐπισκοπεῖν (acc.), P. ἐκλογίζεσθαι (acc.), V. ἑλίσσειν (acc.), νωμᾶν (acc.), καλχαίνειν (acc.).
    met., blame: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.); see Blame.
    Bring into discredit: P. εἰς ὑποψίαν καθιστάναι (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reflect

См. также в других словарях:

  • ὑποψίαν — ὑποψίᾱν , ὑποψία suspicion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • назоръ — НАЗОР|Ъ (2*), А с. Подозрение: нi еп(с)пу ни прозвѹтеру... ||...не достоино ѥсть ино˫а жены в дому своемь держати но токмо мт҃р. или сестру. iли тетку. си˫а бо едина... ѿ всѧкѡго назора кромѣ суть. КР 1284, 53–54; не подобаѥть к томѹ пришедъшии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιτήδευμα — το (AM ἐπιτήδευμα) [επιτηδευω] αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.) νεοελλ. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»