-
1 κρανίον
A upper part of the head, skull (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Arist.HA 491a31
, cf. Gal.2.739); of horses, ; of men, Pi.I.4(3).54, E.Cyc. 683, Cratin.71, Pl.Euthd. 299e, etc.: generally, head, Amphis 16.II headache, Hippiatr.103 (v.l. κατακράνιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρανίον
См. также в других словарях:
εμφύω — (AM ἐμφύω) 1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι 2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.) μσν. 1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει 2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι… … Dictionary of Greek