-
61 ὑπέρ-ορος
-
62 ἑκατόντ-ορος
ἑκατόντ-ορος (ἐρέσσω), hundertrudrig, Poll. 1, 82.
-
63 ἔφ-ορος
-
64 ἔφ-ορος [2]
ἔφ-ορος ( ἐφοράω), beaufsichtigend, beobachtend, Νέμεσις Ael. bei Suid. Gew. ὁ ἔφ., der Aufseher, Verwalter, Vorgesetzte, στρατιᾶς, γᾶς, Aesch. Pers. 25 Suppl. 659; χώρας Soph. O. C. 143; σφαγίων Eur. Rhes. 30; ἔρωτα καλῶν παίδων ἔφορον Plat. Phaedr. 265 c; Sp.; im fem., Schol. Ar. Plut. 64; Ap. Rh. 4, 1309. – Bes. in Sparta, auch in anderen dorischen Staaten, fünf angesehene Beamte, welche die Gewalt der Könige mäßigen u. im Gleichgewicht halten sollten, Her. 1, 23; Plat. Legg. III, 692 a; Thuc. u. A.; vgl. Herm. Griech. Staatsalterth. §. 44 ff.
-
65 ἔξ-ορος
-
66 Ιερον ορος
τό Священная гора ( в Херсонесе Фракийском) Xen. -
67 Άγιον Όρος
Άγιον Όρος τοСвятая Гора Афон – второй полуостров Халкидики (Македония), ставший с 10 в. по Р.Х. обителью монахов. Первым основателем монастыря на Святой Горе был Святой Афанасий Великий. Сегодня Святая Гора является православной республикой, независимым государством, входящим в Грецию. Афон содержит: 20 монастырей, 12 скитов, 3 каливы, 4 кельи, 6 исихастирий, 5 поселений.Монастыри Святой Горы:1) Дионисиат;2) Кутлумуш;3) Зограф (Болгарский);4) Каракал;5) Симонопетр;6) св. Павла;7) Ксенофонд;8) Григориат;9) св. Пантелеимона (Русский);10) Кастамонит;11) Великая Лавра;12) Ватопед;13) Иверон;14) Хиландар (Сербский);15) Пандократор;16) Ксиропотам;17) Дохиар;18) Филофей;19) Ставроникита;20) Эсфигмен.Скиты Святой Горы:1) Святой Анны – подворье Великой Лавры;2) Святой Троицы или Кавсокаливия – под. Великой Лавры;3) св. Димитрия – под. Ватопеда;4) Честного Предтечи – под. Иверона;5) св. Пантелеимона – под. Кутлумуша;6) Богородицы – под. св. Павла;7) Новый Скит – под. св. Павла;8) Благовещения – под. Ксенофонда;9) Успения Богородицы – под. св. Пантелеимона (Русский);10) Пророка Илии – под. Великой Лавры;11) Честного Предтечи – под. Великой Лавры;12) св. Андрея – под. ВатопедаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Άγιον Όρος
-
68 σαγεσφ[όρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαγεσφ[όρος
-
69 Άγιον Όρος
το 1. п-ов Айон-Орос, Агион-Орос**;тж. Άθως; 2. Айон-Орос, Агион-Орос (ном в Македонии*) -
70 Λευκόν Όρος
το см. Μονμπλάν -
71 αντικειμενικός όρος
ο του αξιοποίνουobjektive Bedingung f der Strafbarkeit -
72 φιλομήτωρ -ορος
A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 15,10loving one’s mother; neol. -
73 βασικός όρος
оcновниот уcловГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βασικός όρος
-
74 δεύτερος όρος
вториот уcловГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δεύτερος όρος
-
75 terim
όρος -
76 clause
όρος -
77 mont
όρος -
78 terme
όρος -
79 lhůta
όρος -
80 termín
όρος
См. также в других словарях:
.όρος — ὅρος , ὅρος boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρός — the watery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρος — implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρος — boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — ο 1. το υγρό που μένει μετά την πήξη του γάλατος ή του αίματος. 2. διάλυμα από άλατα ή ζάχαρο για θεραπευτικούς σκοπούς: Τεχνητός ορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρος — ο ου 1. διάταξη, συμφωνία, κανόνας: Όροι συνθήκης, συμφωνίας, δανείου κτλ. 2. ονομασία πραγμάτων ή εννοιών στις επιστήμες ή τις τέχνες: Αυτός είναι επιστημονικός όρος. 3. κατάσταση, συνθήκη ζωής: Όροι διαβίωσης. το ους, ύψωμα της γήινης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα … Dictionary of Greek