Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

(ὄνομα

См. также в других словарях:

  • ὄνομα — name neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — το, ατος 1. λέξη που δηλώνει άνθρωπο, ζώο, φυτό, πράγμα, ενέργεια, κατάσταση, ιδιότητα. 2. φρ., «Για όνομα του Θεού», όταν αποτρέπουμε κάποιον από κάτι. «Έχω το όνομά μου», την ονομαστική μου γιορτή. «Όνομα και μη χωριό», όταν αποφεύγουμε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • αιγών — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Εύβοιας, που είχε τα ανάκτορά του στην Κάρυστο, και με τον στόλο του έγινε θαλασσοκράτορας στο πέλαγος που ονομάστηκε –σύμφωνα με μια εκδοχή– Αιγαίο, από το όνομά του. Ο βασιλιάς αυτός, που έζησε πριν… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάβυζος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης ευγενής (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την οικογένεια των Αχαιμενιδών. Συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του Ψευδοσμέρδιου, σφετεριστή του περσικού θρόνου, αλλά τελικά στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος A’ o Υστάσπους …   Dictionary of Greek

  • Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του …   Dictionary of Greek

  • Σίρμιον — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κάτω Παννονίας, στην αριστερή όχθη του Σαύου ποταμού, γνωστή και με το όνομα Σέρμιον. Ιδρύθηκε από τους Ταυρίσκους, στη διασταύρωση πολλών εμπορικών δρόμων. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, το Σ., εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»