-
1 αιγλη
дор. αἴγλα ἥ1) блеск, сияние(ἠελίου, χαλκοῦ Hom.; Ὀλύμπου Soph.)
πυρὸς μέλαινα αἴ. Eur. — блеск догорающего огня2) дневной свет, сияние Hom., Soph.εἰς αἴγλαν μολεῖν Pind. — прийти на свет, родиться
3) факел(αἱ πυρφόροι αἶγλαι Soph.)
4) перен. блеск, слава(ἀέθλων Πυθίων Pind.)
-
2 ακμης
- ῆτος adj.1) неутомленный, свежий(ἄνδρες Hom.; φύλακες Plut.; ἀθλητής Luc.)
2) незыблемый, неприступный(πύλαι Ὀλύμπου Anth.)
-
3 δεσποτης
1) (тж. δ. ἄναξ Arph.) господин, (домо)хозяин Aesch., Plat., Arst., Men., Plut., Luc.2) хозяин, обладатель, владелец(Ἡρακλείων ὅπλων Soph.; τῆς δυνάμεως Arph.; τῆς οἰός Xen.)
δ. μαντευμάτων Aesch. = μάντις3) неограниченный монарх, повелитель, властелин(Ὀλύμπου Pind.; Ἥλιος Soph.; ἀνθρωπων Xen.; δ. καὴ κύριος ἁπάντων Dem.)
4) начальник, предводительἑπτὰ δεσπόται Aesch. — семь предводителей, т.е. «семеро против Фив»
-
4 ηχεω
дор. ἀχεω (ᾱ)1) греметь, грохотать(ἠχεῖ κάρη Ὀλύμπου Hes.)
2) звенеть, звучать, гудеть(ἤχεσκε (impf.) ὅ χαλκός τῆς ἀσπίδος Her.; τὰ κοῖλα μᾶλλον ἠχεῖ Arst.)
φόρμιγξ ἀχήσειεν Arph. — пусть зазвучит форминга;τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Plat. — медные сосуды, будучи ударены, долго звенят3) издавать, поднимать(κωκυτόν, γόους Soph.)
ἠ. χαλκέον Theocr. — бить в медный кимвал;τίς παρ΄ ὑμῶν ἠχεῖται κτύπος ; Soph. — что означает поднятый вами крик?4) запевать, петь(ὕμνον Aesch.; μέλος Eur.)
-
5 θαλαμη
(ᾰμ) ἥ1) логовище, нора(πουλύποδος Hom.; σωλήνος Arst.; ἰχθύων Arst.)
2) pl. пещера(Τροφωνίου Eur.)
3) pl. ущелья(Ὀλύμπου Eur.)
4) pl. место погребения, могила(Καπανέως Eur.)
5) анат. полость, желудочек(αἱ ἐν τῇ καρδίᾳ θαλάμαι Arst.)
6) pl. поры(τῶν σπόγγων Arst.)
7) pl. ( в сотах) ячейки(κηροπαγεῖς θαλάμαι Anth.)
8) комната, помещение -
6 κατεχω
(aor. κατέσχον и κατέσχεθον - эп. 3 л. sing. κάσχεθε)1) держать(καλύπτρην χείρεσσι Hes.)
2) удерживать, задерживать(τινὰ βίῃ ἀέκοντα, τινα ἐνὴ οἴκῳ Hom.; ξίφος ἐν κουλεῷ Pind.; τινὰ πρὸς ἑαυτόν NT.)
οἱ Ἀθηναῖοι περὴ Κρήτην κατείχοντο Thuc. — афиняне были задержаны у берегов Крита;κ. τινὰ μέ ποιεῖν τι NT. — уговаривать кого-л. не делать чего-л.3) сдерживать, унимать(ἵππους Aesch.; ὀργήν Soph., Arst., Plut.; δύνασιν Soph.; τὰ δάκρυα Plat.; τὸν γέλωτα Xen.)
4) подавлятьτὸ κατέχον NT. — препятствие, помеха5) связывать, обязывать, pass. быть связанным(ὁρκίοισι Hom.; ἐν τῷ νόμῳ NT.)
6) (тж. κ. νέας Her. или νηΐ Hom.) приставать к берегу, приплывать(Θορικόνδε HH.; εἰς τὸν αἰγιαλόν Her., NT.; τῆς Ἐρετρικῆς χώρης Her.; ἐς τήνδε γῆν Soph.; χθόνα Eur.; εἰς Δῆλον Plut.)
7) хранить, блюсти(τὰς παραδόσεις NT.)
8) держать в повиновении, притеснять(τὸ Ἀττικὸν - sc. ἔθνος - κατεχόμενον ὑπὸ Πεισιστράτου Her.)
9) угнетать, удручать(μιν κατὰ γῆρας ἔχει Hom.; κατέχεσθαι νοσήματι NT.)
τῶν σεισμῶν κατεχόντων τῆς Εὐβοίας Thuc. — так как на Эвбее свирепствовали землетрясения10) неотступно следовать, преследовать по пятам(ἰσχυρῶς Xen.)
11) (sc. ἑαυτόν) останавливаться (для отдыха)προξένων δ΄ ἔν του κατέσχες ; Eur. — и ты остановишься у кого-л. из проксенов?
12) задерживаться, останавливаться, прекращаться(κατέχει πολέμου αὔρα Arph. - ср. 24)
13) овладевать, усваивать(τῶν ἐπιστημῶν Arst.)
14) завладевать, захватывать, занимать(τέν ἀκρόπολιν Her.; τὸ Καδείων πέδον Soph.; τὰς πόλεις φρουρᾷ Xen., Plut.; τέν κληρονομίαν τινός NT.)
; med. присваивать себе(χρήματά τινος Her.)
15) владеть, обладать(τοὺς ἄμφω ζωούς, sc. Κάστορα καὴ Πολυδεύκεα Hom.; τέν χιονώδη Θρῄκην Eur. Περσίδα γῆν Xen.)
θήκας κ. Aesch. — покоиться в могилах;κ. πανδάκρυτον βιοτάν Soph. — влачить печальную жизнь16) pass. быть одержимым, боговдохновенным(ἐκ θεῶν Xen.; ποιηταὴ ἔνθεοι καὴ κατεχόμενοι Plat.)
17) (sc. ἑαυτόν) сдерживаться, воздерживаться(μόλις Eur.)
κ. τὸ μέ δακρύειν Plat. — удерживаться от слез;εἶπεν μέ κατασχών Plut. — он не мог удержаться, чтобы не сказать18) завершаться, оканчиваться19) помещаться, занимать(μέσον ὀμφαλὸν γᾶς Eur.)
; обитать(Ὀλύμπου αἴγλαν Soph.; Παρνασίαν πέτραν Arph.)
20) охватывать, закрывать, покрывать(νὺξ δνοφερέ κατέχ΄ οὐρανόν Hom.; ὃν τόπον κατέχει ἥ θάλασσα Arst.)
ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Aesch. — день озарил всю землю;κατεσχομένη ἑανῷ Hom. — окутанная покрывалом;μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ΄ ἡμᾶς Soph. — великое смятение охватывает нас;τοὺς Ἀθηναίους τοιαῦτα κατέχοντα Her. — (Крез узнал, что) у афинян положение следующее;κατέχοντα πρήγματα Her. — существующее положение вещей21) наполнять(τέν ὁδὸν ἅπασαν ὑπὸ πλήθους ἁμαξῶν Plut.; ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον Hom.; στρατόπεδον δυσφημίαις Soph.; οἶκος πᾶς κλαυθμῷ κατείχετο Her.)
22) достигать, совершать(τέν πρᾶξιν Polyb.)
εἰ δὲ μέ κατέσχον, οὐδὲν ἧττον τό γ΄ ἐκείνων πεποιῆσθαι Lys. — если же они и не добились своего, тем не менее сделали, что могли23) улавливать, схватывать, понимать(τὸ ἐρωτώμενον Plat.)
24) держаться, удерживатьсяὅσον ὅ λὁγος κατέχει Thuc. — как утверждает молва;
ἐπεὴ κατέσχεν ὅ πόλεμος Plut. — когда началась война (ср. 12) -
7 κρουω
(aor. pass. ἐκρούσθην)1) стучать(ся)(κρούετε, καὴ ἀνοιγήσεται ὑμῖν NT.)
2) стучать, топатьκ. τὸν πόδα или κ. ἴχνος Eur. — притоптывать ногой;
χορευέτω κρούουσ΄ Ὀλύμπου πέδον Eur. — пусть шумно запляшет (Гера) на Олимпе3) ударять(τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα Thuc.; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα Xen.)
4) хлопатьκ. χεῖρας Eur. — рукоплескать
5) ударять, бряцать по струнам, играть(καὴ ψῆλαι καὴ κ. τῷ πλήκτρῳ Plat.; κρουομένων τῶν χορδῶν Arst.)
6) бить, стегать(ῥυτῆρι γλουτόν Soph.; πλευρά, sc. τῶν ἵππων Eur.)
7) досл. сталкивать, перен. сопоставлять8) постукивать (для испытания качества), испытывать(τὸ καλόν Plat.; τὸν κόλακα Plut.)
9) тж. med. давать задний ходπρύμναν κρούεσθαι Thuc. или κ. Polyb. — плыть кормой назад
10) (ср. κροῦσις 4) обманывать, мошенничать Soph. -
8 μαρμαροεις
-
9 πρεσβευω
1) быть старейшим, самым старым2) быть старшимὁ πρεσβεύων (sc. κασίγνητος) Soph. — старший брат;
τῶν προτέρων ἐπρέσβευσε Ἀρτοβαζάνης Her. — из сыновей (Дария) от первого брака старшим был Артобазан;διὰ τὸ πρεσβεύειν ἀπὸ αὐτοῦ τυραννεῦσαι Thuc. — получить власть как старший его сын3) быть первым, лучшим или главным, первенствовать(Ὀλύμπου ὅ πρεσβεύων πατήρ Soph.)
διὰ τὸ πρεσβεύειν τῶν πολλῶν πόλεων Plat. — так как (Кносс) имел преимущество перед многими (другими) городами4) ставить на первое место, чтить(Γαῖαν, τόνδε τάφον Aesch.; τι πρό τινος π. Plut.)
τοῦ χρόνου πρεσβεύεσθαι Aesch. — дольше жить5) заботиться, развивать, изучать(τοὺς λόγους Diog.L.)
6) отправляться с посольством, быть послом(ἀπὸ Κορίνθου πρεσβεύων Her.; π. πρός и παρά τινα Xen., Plat.; ὑπέρ τινος NT.)
7) (в качестве посла) вести переговоры, договариваться, обсуждать(τέν εἰρήνην Dem.)
τὰ πεπρεσβευμένα Dem. — переговоры8) med. отправлять послов(ἐς Λακεδαίμονα περί τι Thuc.)
-
10 προμολη
ἥ выход, подступπαρὰ προμολῇσιν Ὀλύμπου Anth. — у подножия Олимпа;
Ἰσσοῦ ἐπὴ προμολῇσιν Anth. — у истоков Исса -
11 σκοπος
ὅ, редко Hom. ἥ1) наблюдатель, соглядатай, разведчик2) надсмотрщик, смотритель(ἥ γυναικῶν δμωάων σ. Hom.)
3) страж, хранитель(Ὀλύμπου Pind.; βροτῶν Aesch.)
σ. εἶναι τῶν εἰρημένων Soph. — быть блюстителем распоряжений4) цельσκοπὸν βάλλειν Hom. и ἐπὴ σκοπὸν βάλλειν Xen. — метить в цель;
σκοποῦ ἀποτυγχάνειν или ἁμαρτεῖν Plat. — бить мимо цели, промахиваться;παρὰ σκοπόν Pind. и ἀπὸ (τοῦ) σκοποῦ Hom., Xen., Plat. — мимо цели, т.е. невпопад, впустую -
12 χιονοβλητος
-
13 επέκεινα
επίρρ.1) по ту сторону, за;επέκεινα τόύ 'Ολύμπου εκτείνεται η Μακεδονία — за Олимпом простирается Македония;
2) сверх, слишком; более;δυό έτη και επέκεινα — два с лишним года
См. также в других словарях:
Ὀλύμπου — Ὄλυμπος sky masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανατολικού Ολύμπου, δήμος — Νέος δήμος (9.374 κάτ.) του νομού Πιερίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Λεπτοκαρυάς, Παντελεήμονος, Πλαταμώνος, Πόρων και Σκοτίνης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η Λεπτοκαρυά … Dictionary of Greek
Κάτω Ολύμπου, δήμος — Νέος δήμος (4.375 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Πυργετού, Αιγάνης, Κρανέας και Ραψάνης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Πυργετός … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Λιτόχωρο — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 300 μ., 6.697 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Ολύμπου, 23 χλμ. Ν της Κατερίνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ιστορία. Τη νύχτα της 15ης 16ης Φεβρουαρίου… … Dictionary of Greek
Περραιβία — Η χώρα των αρχαίων Περραιβών. Ταυτίζεται με το βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού Λαρίσης και έως ένα σημείο με το ανατολικό τμήμα του σημερινού νομού Τρικάλων. Η αρχαία Περραιβία χωριζόταν σε ορεινή και πεδινή. Η ορεινή ορίζεται στα βόρεια… … Dictionary of Greek