-
1 ἱστίον
1 sailἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν P. 1.92
μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων P. 4.293
ἀνὰ δἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου N. 5.51
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
-
2 ιστίον
-
3 ἱστίον
-
4 ἱστίον
A web, cloth, sheet: hence in pl., hangings, LXXEx.27.9,15; as a measure, piece, PRyl.70.25 (ii B.C.); but,II from Hom. downwds., sail, mostly in pl. ἱστία, ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ.. βοεῦσιν they hauled them up with ox-hide ropes, Od.2.426; τέταθ' ἱστία the sails were spread, 11.11, cf. Pi. N.5.51; ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν, to lower or furl sail (v. sub vocc.):λύειν Od.15.496
;ἱστίοισι χρᾶσθαι Hdt.4.110
; : prov., πλήρεσιν ἱ. under full sail, with all one's might, Philostr.VS1.25.5, cf. Suid.: rarely in sg.,ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481
;ἐξίει ἱ. ἀνεμόεν Pi.P.1.92
;ἱστίῳ καταπετάσαι τινά Pl.Prm. 131b
, cf. PMagd.11.7 (iii B.C.). -
5 ἱστίον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱστίον
-
6 ἱστίον
ἱστίον, ου, τό a sail (so, mostly in pl., Hom. et al.; also ins, pap; Is 33:23; Just., A I, 55, 3) συστέλλειν τὰ ἱ. shorten the sails or furl them altogether Ac 27:15 v.l.—B. 736. DELG s.v. ἱστός. -
7 ἱστίον
-ου τό N 2 13-0-1-0-0=14 Ex 27,9.11.12.13.14 -
8 πρήθω
πρήθω, [tense] impf. ἔπρηθον ([etym.] ἐν-): [tense] aor. [full] ἔπρησα (v. infr.): —[voice] Pass., [tense] pf. πέπρησμαι: [tense] aor. ἐπρήσθην (v. infr.): A.R. seems to use πρήσοντα, πρήσοντος as [tense] pres. part., 4.819, 1537: (for the signf.A burn, v. πίμπρημι; cf. also ἐμπρήθω, πρηστήρ):—[dialect] Ep. Verb (rarely if ever in Com., v. infr.), blow out, swell out by blowing,ἔπρησεν δ' ἄνεμος μέσον ἱστίον Od.2.427
;ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481
;νότου πρήσαντος ἅλα AP13.27
(Phal.);πρῆσαι γαστέρα LXXNu.5.22
:—[voice] Pass., ἐπρήσθη dub. in Amphis 30.10;κοιλία πεπρησμένη LXX Nu.5.21
;πέπρησται ἱστία Ael.NA2.17
;λαίφεα πρησθέντα Q.S.14.416
.2 spout, τὸ δ' [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε he spouted blood from his mouth and nostrils, Il.16.350.3 blow into a flame, π. πυρὸς μένος, of Hephaestus, A.R.4.819.II intr., blow, ib. 1537. -
9 ἐπίστιον
ἐπίστιον, τό,A slip or shed for a ship, νῆες.. εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόνἐστιν ἑκάστῳ Od.6.265
. (Expld. by Aristarch.(ap.Sch.Il.2.125 ἐπ' ἴστιόν.. ὡσεὶ κατάλυμα παρὰ τῇ νηΐ ) as [dialect] Ion. for ἐφέστιον, cf. sq.; but elsewh. Hom. always uses the form ἐφέστιος; Sch. has ἐποίκιον, νεώριον.., παρὰ τὸ ἱστίον.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστιον
-
10 ιστί'
ἱστίαι, ἑστίαhearth of a house: fem nom /voc pl (epic ionic)ἱστίᾱͅ, ἑστίαhearth of a house: fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic)ἱστία, ἱστίονweb: neut nom /voc /acc pl -
11 ἱστί'
ἱστίαι, ἑστίαhearth of a house: fem nom /voc pl (epic ionic)ἱστίᾱͅ, ἑστίαhearth of a house: fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic)ἱστία, ἱστίονweb: neut nom /voc /acc pl -
12 ιστία
ἱστίᾱ, ἑστίαhearth of a house: fem nom /voc /acc dual (epic ionic)ἱστίᾱ, ἑστίαhearth of a house: fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic)ἱ̱στίᾱ, ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 3rd sg (ionic)ἱστίᾱ, ἑστιάωreceive at one's hearth: pres imperat act 2nd sg (ionic)ἱστίᾱ, ἑστιάωreceive at one's hearth: imperf ind act 3rd sg (ionic)ἱστίονweb: neut nom /voc /acc pl——————ἱστίαι, ἑστίαhearth of a house: fem nom /voc pl (epic ionic)ἱστίᾱͅ, ἑστίαhearth of a house: fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) -
13 ιστίοις
-
14 ἱστίοις
-
15 ιστίοισι
-
16 ἱστίοισι
-
17 ιστίου
-
18 ἱστίου
-
19 ιστίω
-
20 ἱστίῳ
См. также в других словарях:
ἱστίον — web neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστίοις — ἱστίον web neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστίοισι — ἱστίον web neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστίου — ἱστίον web neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστίῳ — ἱστίον web neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
πλησίστιος — ια, ιο / πλησίστιος, ιον, ΝΑ 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά 2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς … Dictionary of Greek
ԱՌԱԳԱՍՏ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0281 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. ἰστίον, ἑπίσπαστρον, κάλυμμα , καταπέτασμα velum, velamen, tegumentum, oprimentum, aulaeum (լծ. առիգած. զգած. ագած. արմատն ամենեցուն է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
Гистиология растений — или, менее правильно, гистология (ίστίον ткань, λόγος слово). Учение о тканях растений. Под этим именем нередко подразумевают вообще учение о внутреннем строении растений, называемое также их анатомией, или фитотомией. Сюда относится морфология… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона