-
61 Ηπείρων
-
62 Ἠπείρων
-
63 άπειρ'
ἄπειρα, ἄπειρος 1without trial: neut nom /voc /acc plἄπειρε, ἄπειρος 1without trial: masc /fem voc sgἄπειρα, ἄπειρος 2boundless: neut nom /voc /acc plἄπειρε, ἄπειρος 2boundless: masc /fem voc sgἄ̱πειρε, ἤπειροςterra firma: fem voc sg -
64 ἄπειρ'
ἄπειρα, ἄπειρος 1without trial: neut nom /voc /acc plἄπειρε, ἄπειρος 1without trial: masc /fem voc sgἄπειρα, ἄπειρος 2boundless: neut nom /voc /acc plἄπειρε, ἄπειρος 2boundless: masc /fem voc sgἄ̱πειρε, ἤπειροςterra firma: fem voc sg -
65 άπειρε
ἄπειρος 1without trial: masc /fem voc sgἄπειρος 2boundless: masc /fem voc sgἄ̱πειρε, ἤπειροςterra firma: fem voc sg -
66 ἄπειρε
ἄπειρος 1without trial: masc /fem voc sgἄπειρος 2boundless: masc /fem voc sgἄ̱πειρε, ἤπειροςterra firma: fem voc sg -
67 άπειροι
ἄπειρος 1without trial: masc /fem nom /voc plἄπειρος 2boundless: masc /fem nom /voc plἄ̱πειροι, ἤπειροςterra firma: fem nom /voc pl -
68 ἄπειροι
ἄπειρος 1without trial: masc /fem nom /voc plἄπειρος 2boundless: masc /fem nom /voc plἄ̱πειροι, ἤπειροςterra firma: fem nom /voc pl -
69 άπειρος
ἄπειρος 1without trial: masc /fem nom sgἄπειρος 2boundless: masc /fem nom sgἄ̱πειρος, ἤπειροςterra firma: fem nom sg -
70 ἄπειρος
ἄπειρος 1without trial: masc /fem nom sgἄπειρος 2boundless: masc /fem nom sgἄ̱πειρος, ἤπειροςterra firma: fem nom sg -
71 ήπειροι
-
72 ἤπειροι
-
73 ήπειρον
-
74 ἤπειρον
-
75 απείροιν
ἄπειρος 1without trial: masc /fem /neut gen /dat dualἄπειρος 2boundless: masc /fem /neut gen /dat dualἀ̱πείροιν, ἤπειροςterra firma: fem gen /dat dual -
76 ἀπείροιν
ἄπειρος 1without trial: masc /fem /neut gen /dat dualἄπειρος 2boundless: masc /fem /neut gen /dat dualἀ̱πείροιν, ἤπειροςterra firma: fem gen /dat dual -
77 απείροις
ἄπειρος 1without trial: masc /fem /neut dat plἄπειρος 2boundless: masc /fem /neut dat plἀ̱πείροις, ἤπειροςterra firma: fem dat pl -
78 ἀπείροις
ἄπειρος 1without trial: masc /fem /neut dat plἄπειρος 2boundless: masc /fem /neut dat plἀ̱πείροις, ἤπειροςterra firma: fem dat pl -
79 απείροισι
ἄπειρος 1without trial: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄπειρος 2boundless: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀ̱πείροισι, ἤπειροςterra firma: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
80 ἀπείροισι
ἄπειρος 1without trial: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄπειρος 2boundless: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀ̱πείροισι, ἤπειροςterra firma: fem dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
Ἤπειρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤπειρος — terra firma fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… … Dictionary of Greek
ήπειρος — η 1. ξηρά, στεριά. 2. ένα από τα πέντε μεγάλα τμήματα στα οποία χωρίζεται η Γη: Η Ασία είναι η πιο μεγάλη ήπειρος της Γης. 3. Ήπειρος, η περιοχή της Ελλάδας ανάμεσα στη Θεσσαλία και στο Ιόνιο πέλαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ήπειρος — Sp Epỹras Ap Ήπειρος/Epeiros, Ipiros, Ipeiros Sp Eperas Ap Epīrus lotyniškai L Graikijos ist. ir adm. sritis … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ἠπείρω — Ἤπειρος masc nom/voc/acc dual Ἤπειρος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эпир — (Ήπειρος, Epirus). Словом Э. у древних греков обозначался вообще материк, в противоположность островам; в частности, этим именем жители западных греческих островов (Ионийского и Адриатического морей) называли противолежащий берег Эллады до входа… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ζερβίτσης, Νικόλαος — (Ήπειρος ; – Αθήνα 1838). Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Τον συνέλαβαν το 1824 στην Κρήτη και ενώ τον οδηγούσαν για εκτέλεση, κέρδισε την εμπιστοσύνη του Χουσεΐν μπέη και γλίτωσε τον θάνατο. Τον έστειλαν ως… … Dictionary of Greek
Φιλητάς, Χριστόφορος — (Ήπειρος 1787 – Αθήνα 1867). Έλληνας φιλόλογος, γιατρός και δοκιμιογράφος. Σπούδασε αρχικά ιατρική στην Ιταλία και αργότερα φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε διευθυντής στο λύκειο της… … Dictionary of Greek
Ἠπείροιν — Ἤπειρος masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπείροιν — ἤπειρος terra firma fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)