-
61 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
62 тёмный
επ., βρ: тмен, темна, темно κ. (απλ.) темно.1. σκοτεινός•-ая ночь σκοτεινή (σκοταδερή) νύχτα•
-ая комната σκοτεινό δωμάτιο•
-ое царство το σκοτεινό βασίλειο•
тёмный очень тёмный ζοφερός, θεοσκότεινος.
2. σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός•-ые волосы σκούρα μαλλιά•
-ое платье σκούρο φόρεμα.
|| βαθύχρωμος.3. μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος•-ые годы фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής.
4. κακός, φαύλος-άσχημος•-ке деяния σκοτεινά έργα•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ые дела σκοτεινές υποθέσεις.
5. ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός•-ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο•
-ые намки σκοτεινοί (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί.
|| παλ. άγνωστος, ασήμαντος, απλός•тёмный человек ασήμαντος άνθρωπος.
6. μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερημένος.7. ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι.εκφρ.- ая мука – το χοντράλευρο•- ое пятно – μαύρη κηλίδα ή στίγμα (καταισχύνη)•- ым-темно – θεοσκόταδο, τρισκόταδο, ζόφος, έρεβος•от темна до темна; с темна до темна – (απλ.) από τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ•темна вода во облацех – θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο. -
63 техницизм
-а α.1. τεχνικισμός(υπερβολική έλξη προς το τεχνικό μέρος,παρά στην ουσία).2. υπερβολική τάση παρουσίασης των τεχνικών μέσων σε λογοτεχνικά έργα. -
64 тур
тур 1-а α.1. γύρος, κύκλος• μια στροφή•один тур вальса ένας γύρος του βαλς.
|| περιφορά, περιοδεία•тур по Европе ο γύρος της Ευρώπης•
тур по городу ο γύρος της πόλης.
2. στάδιο•первый тур работы конференции ο πρώτος γύρος των εργασιών της συνδιάσκεψης•
второй тур президенских выборов δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών.
|| περίοδος (γύρος) σκακιού ή αγώνων.тур 2-а α. παλ.1. καλάθι με χώμα σαν προπέτασμα (από τις σφαίρες και οβίδες).2. καλάθι με πέτρες (σε υδροτεχνικά έργα).3. πυργίσκος από πέτρες (σε υψηλή κορυφή βουνού).тур 3-а α.1. άγριος ταύρος που εξέλειψε.2. καυκάσιος ορεινός τράγος. -
65 фортификационный
επ.οχυρωματικός•-ое искусство οχυρωματική τέχνη•
-ые работы οχυρωματικά έργα.
-
66 фортификация
-и θ.η οχυρωματική. || τα οχυρωματικά έργα•долговременная фортификация τα μόνιμα ο χυ ρ ά..
-
67 чёртов
-а. -оεπ.1. διαβολικός, του διαβόλου•-ы проделки επινοήσεις ή έργα του διαβόλου•
чёртов сын διαβολόπαιδο.
2. βλ. чертовский (2 σημ.).
См. также в других словарях:
ἐργᾷ — ἐργάζομαι work fut ind mp 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔργα — ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα. — (κοὐκ ἐκκλησίαι). См. Знай, баба, свое кривое веретено … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοὖργα — ἔργα , ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl ὄργᾱ , ὀργάω to be getting ready to bear pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαμένους — ἐργᾱμένους , ἐργάζομαι work fut part mp masc acc pl (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔργ' — ἔργα , ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek