-
1 решётка
1. тех. η σχάρα, το δικτυωτόкингстонная - мор. το δικτυωτό κιβώτιο θαλάσσηςкристаллическая гексагональная - το (μέγιστης πυκνότητας) εξαγωγικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая гране-центрированная кубическая - εδροκεντρω-μένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая объёмно-центрированная кубическая - το χωροκεντρωμένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая предохранительная - ав. (предотвращающаяпопадание птиц в двигатель) το πλέγμααποτροπής αναρρόφησης (πουλιών)2. (структура) мат. ηαλγεβρική δομή 3. (заграждение, ограда) τα κάγκελα, το κιγκλίδωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решётка
-
2 сетка
I. тех. το πλέγμα, το δίκτυο, η εσχάραпламегасительная - απο-μόνωσης/κατάσβεσης της φλόγαςII. астр. о αστερισμός Δίκτυο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сетка
-
3 Altar
subs.Of the altar or near the altar: V. βώμιος.Before the allar: V. προβώμιος.Guarding the altar: Ar. and V. ἑστιοῦχος (also Plat. but rare P.).Altar of sacrifice: V. δεξίμηλος ἐσχάρα, ἡ.The altar precincts: V. προβώμια, τά (Eur., Heracl. 79).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Altar
-
4 гидроспуск
η εσχάρα/ράμπα καθόδου (του υδροπλάνου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидроспуск
-
5 под
(печи) η εστία της καμίνου ή κλιβάνου, η πυροστιά, η εσχάρα, ο πυθμέναςзаправлять - мет. γεμίζω/φορτώνω την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > под
-
6 струп
мед. η εσχάρα, το κακάδι, η εφελ-κίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > струп
-
7 струп
струпм τό κάκαδο, τό κάρκαδο, ἡ ἐσχάρα. -
8 короста
-ы θ.εφελκίδα, εσχάρα, κρούστα, κάρκαδο. -
9 поддувало
-а ουδ.εσχάρα (θερμάστρας ή φούρνου κλπ.). -
10 слип
-а α.1. εσχάρα ανέλκυσης πλοίων.2. νελκυστήρας (για σκοτωμένες φάλαινες). -
11 струп
-а, πλθ•-пья, -пьев α. εσχάρα πληγής, κακάδι.
-
12 шесток
-тка α.1. εστία• εσχάρα ρωσικής θερμάστρας.2. βλ. насест. -
13 Brazier
subs.Worker in brass: Ar. and P. χαλκεύς, ὁ, P. χαλκοτύπος, ὁ (Xen.).Pan for coals: Ar. and V. ἐσχάρα, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brazier
-
14 Fire-place
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fire-place
-
15 Grate
subs.Fireplace: P. and V. ἐσχάρα, ἡ, ἑστία, ἡ.——————v. trans.Rub: P. and V. τρίβειν.Grate over: Ar. ἐπικνῆν.Cheese grated over it ( wine): P. τυρὸς ἐπιξυσθείς (Plat., Rep. 405E).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grate
-
16 Hearth
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hearth
-
17 Sacrifice
subs.Victim: P. and V. θῦμα, τό. σφάγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό χρηστήριον, τό; see Victim.For account of sacrifice see Eur., Electra, 800 to 838.Burnt offering: V. ἔμπυρα, τά.Make sacrifice: P. and V. θύειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).Make rich sacrifice: V. πολυθύτους τεύχειν σφαγάς (Soph., Tr. 756).Sacrifices at crossing (a river, etc.): P. διαβατήρια, τά (Thuc. 5, 54).Obtain favourable omens in a sacrifice, v.: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι.The flame of sacrifice: V. θυηφάγος φλόξ ἡ (Æsch., Ag. 597).The altar of sacrifice: V. δεξίμηλος ἐσχάρα ἡ (Eur., And. 1138).On the altar of sacrifice: Ar. βουθύτοις ἐπʼ ἐσχάραις (Av. 1232).The town is filled with sacrifices by my seers to rout the enemy and the city: V. θυηπολεῖται δʼ ἄστυ μάντεων ὕπο τροπαῖα τʼ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (Eur., Heracl. 401).On days of sacrifice: V. βουθύτοις ἐν ἤμασι (Æsch., Choe. 261).Magistrates who look after sacrifices: P. ἱεροποιοί, οἱ.The reek of sacrifice: Ar. ἱερόθυτος καπνός, ὁ; see Reek.met., loss: P. ἀποβολή, ἡ.You alone of the Greeks ought to make this sacrifice for us: P. ὀφείλετε μόνοι τῶν Ἑλλήνων τοῦτον τὸν ἔρανον (Isoc. 307E).——————v. trans.Have sacrificed: P. and V. θύεσθαι (mid.).Sacrifice after: V. ἐπισφάζειν.Sacrifice before: P. and V. προθύειν, V. προσφάζειν.Sacrifice over: V. ἐπισφάζειν (τινά τινι).Sacrifice with another: P. and V. συνθύειν (absol. or dat.).absol., do sacrifice: see under sacrifice, subs.;Sacrifice bulls: V. ταυροκτονεῖν.Sacrifice sheep: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.Lose: Ar. and P. ἀποβάλλειν.I did not sacrifice the rights of the many to the favour of the few rich: P. οὐ τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαια εἱλόμην (Dem. 263).Sacrificing the welfare of your country to the delight and gratification of hearing scandal: P. τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλασσόμενοι (Dem. 273).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sacrifice
См. также в других словарях:
ἐσχάρα — ἐσχάρᾱ , ἐσχάρα hearth fem nom/voc/acc dual ἐσχάρα hearth fem nom/voc sg ἐσχάρᾱ , ἐσχάρα hearth fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐσχάρᾱ , ἐσχάρα hearth fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάρᾳ — ἐσχάραι , ἐσχάρα hearth fem nom/voc pl ἐσχάρᾱͅ , ἐσχάρα hearth fem dat sg (attic doric aeolic) ἐσχάραι , ἐσχάρα hearth fem nom/voc pl (ionic) ἐσχάρᾱͅ , ἐσχάρα hearth fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… … Dictionary of Greek
εσχάρα — η και σκάρα, η 1. μαγειρική συσκευή για το ψήσιμο κρέατος, ψαριών κτλ. 2. κάθε παρόμοια κατασκευή με παράλληλες σιδερένιες βέργες: Η σκάρα του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐσχάρας — ἐσχάρᾱς , ἐσχάρα hearth fem acc pl ἐσχάρᾱς , ἐσχάρα hearth fem gen sg (attic doric aeolic) ἐσχάρᾱς , ἐσχάρα hearth fem acc pl (ionic) ἐσχάρᾱς , ἐσχάρα hearth fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάραι — ἐσχάρα hearth fem nom/voc pl ἐσχάρᾱͅ , ἐσχάρα hearth fem dat sg (attic doric aeolic) ἐσχάρα hearth fem nom/voc pl (ionic) ἐσχάρᾱͅ , ἐσχάρα hearth fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάραν — ἐσχάρα hearth fem acc sg ἐσχάρᾱν , ἐσχάρα hearth fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχαρέων — ἐσχάρα hearth fem gen pl (epic ionic) ἐσχάρα hearth fem gen pl (epic ionic) ἐσχαρεύς a ship s cook masc gen pl ἐσχαρέω̆ν , ἐσχαρεύς a ship s cook masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχαρῶν — ἐσχάρα hearth fem gen pl ἐσχάρα hearth fem gen pl (ionic) ἐσχαρόω form an eschar pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐσχαρόω form an eschar pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐσχαρόω form an eschar pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάραις — ἐσχάρα hearth fem dat pl ἐσχάρα hearth fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάρης — ἐσχάρα hearth fem gen sg (epic ionic) ἐσχάρα hearth fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)