-
121 στρατευω
тж. med.1) совершать военный поход, идти войной(ἐπὴ Τροίαν Thuc.; πρὸς Ἄβυδον Xen.)
2) ( о военных походах) предпринимать(στρατείαν Eur.; τὸν ἱερὸν πόλεμον Thuc.)
3) состоять на военной службе, участвовать в походах, воеватьὁπλίτης στρατευσάμενος Xen. — служивший в качестве гоплита;
ἐστρατευμένος Lys., Arph. — отслуживший свой срок, ветеран;στρατεύεσθαι μισθοῦ Xen. — служить в качестве наемника;στρατεύεσθαι ὑπέρ τινος Plat. — воевать за (в защиту) кого-л. или замещать кого-л. на военной службе -
122 συγχεω
(impf. συνέχεον - эп. σύγχεον, aor. συνέχεα - эп. σύγχεα и συνέχευα)1) сливать воедино, соединять(τὰ διακεκριμένα Plat.)
2) смешивать(τὰς ψήφους Isae.)
3) приводить в замешательство, спутывать(τὰς τάξεις Polyb.)
4) запутывать, спутывать(τοὺς στήμονας Plat.)
ἡνία σύγχυτο Hom. — поводья спутались;ἥ φωνέ συγκεχυμένη Diod. — нечленораздельные звуки5) разрушать, уничтожать(τοὺς τάφους Her.; δῶμα Eur.; συγχεῖ πανθ΄ ὅ χρόνος Soph.)
6) сводить на нет, делать напрасным(πολὺν κάματον Hom.)
7) стирать, изглаживать(τὰ γράμματα Eur.)
συγκεχυμένον μέλαν Arst. — полустертое черное пятно8) смущать, ставить в тупик(θυμόν Hom.; τινά Her.; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο Hom.)
τί συγχυθεῖσ΄ ἕστηκας ; Eur. — отчего ты в смущении остановилась?9) нарушать(ὅρκους Eur.; τὰ νόμιμα Her.)
10) расстраивать, потрясать, подрывать(τέν πολιτείαν Dem.)
11) опрокидывать, переворачивать(ἄνω κάτω τὰ πάντα Eur.)
12) разжигать, возбуждать(πόλεμον Polyb.; τὸν ὄχλον NT.)
-
123 συναιρεω
(fut. συνήσω и συνελῶ, aor. συνεῖλον - эп. 3 л. sing. σύνελεν)1) схватывать, собирать(χλαῖναν καὴ κώεα Hom.)
2) охватывать, поражать(πάντα ξυνῄρει, sc. τὸ νόσημα Thuc.)
3) постигать, обнимать(τὸ πρᾶγμα λογισμῷ Plut.)
4) сочетать, объединять, сводитьξυνελὼν λέγω Thuc. — в общем и целом, говорю я;τὸ συνῃρημένον Arst. — связное целое5) суживать, тж. сокращать, ограничивать(τὸν περίβολον τῆς πόλεως Polyb.)
6) выхватывать, разбивать, уничтожать(ἀμφοτέρας ὀφρῦς Hom.; τὰς ἀσπίδας Diod.)
7) захватывать, завладевать, завоевывать(Σύβαριν Her.)
ξυνελεῖν τινι τὰ ἐπὴ Θρᾴκης χωρία Thuc. — совместно с кем-л. захватить фракийские области8) приводить к концу, заканчивать(πόλεμον, πολιορκίαν Plut.)
τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων διάστημα σ. Plut. — преодолевать расстояние между материками -
124 συνδιαφερω
(fut. συνδιοίσω, aor. 1 συνδιήνεγκα - ион. συνδιήνεικα)1) уносить с собой или погонять2) тж. med. вместе переносить(πολλὰ πράγματα μετά τινος Arph.)
σ. τινι τὸν πρός τινα πόλεμον Her. — совместно с кем-л. вести войну против кого-л. -
125 συρρηγνυμι
(aor. συνέρρηξα; pass.: aor. 2 συνερράγην, pf. συνέρρηγμαι; к 4-6: pf. συνέρρωγα, ppf. συνερρώγειν)1) разбивать(τέν κεφαλήν Plut.)
κακοῖσι συνέρρηκται Hom. — он надломлен невзгодами2) смешивать3) заставить разразиться, т.е. вызывать(πόλεμον Plut.)
τοῦ πολέμου συρραγέντος Plut. — когда вспыхнула война;κραυγέ συνερρήγνυτο πανταχόθεν Plut. — отовсюду раздавался крик;πότου συρραγέντος Plut. — в разгаре попойки4) сталкиваться, сшибаться, схватываться в бою(τινι Plut.)
αἱ πεζαὴ δυνάμεις συνερράγησαν Plut. — пешие армии завязали сражение5) встречаться, сливаться, соединяться(εἰς ἓν τρῆμα Arst.)
ποταμοί συρρηγνῦσι ἐς τὸν Ἕρμον Her. — (эти) реки вместе впадают в Герм6) разражаться, вспыхивать(οὐ μέντοι ὅ πόλεμός πω ξυνερρώγει Thuc.)
-
126 ταρασσω
атт. τᾰράττω (fut. ταράξω; pass.: fut. ταράξομαι - поздн. ταραχθήσομαι, aor. ἐταράχθην, pf. τετάραγμαι)1) мешать, размешивать(φάρμακον Luc.)
2) смешивать3) волновать, вздымать(πέλαγος Eur.; ταραχθεὴς πόντος Eur.)
4) взрыхлять, вспахивать(χθόνα Pind.)
5) сотрясать, сокрушать(βροντήμασι πάντα Aesch.)
6) потрясать, мутить, приводить в смятение, смущать, тревожить(καρδίαν Eur.; τέν ψυχήν Plat.; τινὰ λόγοις NT.)
ταράττομαι ἐν τοῖς ἄλλοις πᾶσι Plat. — я теряюсь во всех прочих вопросах;ταράσσομαι φρένας Soph. — мой ум мутится;ταράττεσθαι ἐπὴ τῶν ἵππων Xen. — терять ясность восприятия при верховой езде;οὐ δεῖ ταράττεσθαι, μή τις φήσῃ Arst. — не нужно смущаться тем, что кто-л. скажет;ἀκούσας ἐταράχθη Xen. — услышав (это, он) встревожился7) приводить в замешательство, расстраивать (sc. τοὺς πολεμίους Her.; τέν πόλιν Arph.)Θετταλοὴ τεταραγμένοι Dem. — взбунтовавшиеся фессалийцы;
τῶν πραγμάτων ταραττομένων Dem. — когда начались неурядицы;ταράττεσθαι τέν γαστέρα Arph. — страдать расстройством желудка8) ворошить, разгребатьτ. τὸν θῖνά τινος Arph. — трогать кого-либо до глубины души, задевать кого-л. за живое
9) возбуждать, поднимать, начинать(νεῖκος Soph.; πόλεμον Plat.)
ἐγκλήματα τ. τινί Dem. — выдвигать обвинения против кого-л.;πόλεμος πρός τινα ἐταράχθη Dem. — вспыхнула война против кого-л.;τ. φωνάν Pind. — запевать песню10) (pf. τέτρηχα) находиться в волнении, волноватьсяἀγορέ τετρηχυῖα Hom. — бурное собрание;
τετρηχυῖα θάλασσα Anth. — бушующее море
См. также в других словарях:
Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Battle of the Olive Grove of Koundouros — Infobox Military Conflict conflict=Battle of the Olive Grove of Koundouros partof=the Fourth Crusade caption= date=1205 AD place= Messenia, Peloponnese result=Decisive Frankish victory combatant1=Franks combatant2=Byzantines commander1=William of … Wikipedia
Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… … Dictionary of Greek
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
συρρήγνυμι — και συρρηγνύω ΜΑ [ῥήγνυμι / ῥηγνύω] 1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.) 2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι… … Dictionary of Greek
Καλαποθάκης, Δημήτριος — (Αρεόπολη Λακωνίας 1862 – Μόναχο 1921). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το θέατρο και τη δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο που ζούσε στον Βόλο ασχολήθηκε με τις εκδόσεις και τη συγγραφή. Ίδρυσε το περιοδικό… … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek