-
61 χαζίρι
επί θ. άκλ. готовый, приготовленный;τα θέλει όλα χαζίρι — он хочет жить на всём готовеньком;
στα χαζίρια — на всём готовом
-
62 ἐπιβαίνω
ἐπι|βαίνω восходить; ступать по чему -
63 ἐπιβάλλω
-
64 ἐπιβουλεύω
ἐπι|βουλεύω (τινί) затевать козни против кого, злоумышлять -
65 ἐπιγίγνομαι
ἐπι|γίγνομαι ['рождаться после'] сбываться в свой черед, следовать ( во времени) -
66 ἐπιδείκνυμι
ἐπι|δείκνυμι показывать, выставлять (ср. ретор. эпидиктический, хвалебный) -
67 ἐπιζητέω
ἐπι|ζητέω отыскивать, взыскивать, ( при недостаче); недосчитываться -
68 ἐπιθυμέω
ἐπι|θυμέω (τινός) ['стремиться душой'] вожделеть к чему -
69 ἐπικαλέω
-
70 ἐπίκουρος
ἐπί|κουρος, ον союзник, помощник pl. оἱ ἐπίκουροι вспомогательные войска -
71 ἐπιλαμβάνομαι
ἐπι|λαμβάνομαι 1. браться, хвататься за что; 2. (особ. словами) нападать на кого, порицать -
72 ἐπιλαμβάνω
ἐπι|λαμβάνω ['брать сверх прежнего'] прихватывать; забирать кого (о болезни) -
73 έπιπίπτω
έπι|πίπτω падать на что; нападать на кого (τινί) -
74 ἐπιστέλλω
ἐπι|στέλλω ['слать кому распоряжение'] поручать, велеть -
75 ἐπιστρέφομαι
ἐπι|στρέφω / ἐπιστρέφομαι 1. поворачиваться, оборачиваться; 2. христ. обращаться в (истинную) веру -
76 ἐπιστρέφω
ἐπι|στρέφω / ἐπιστρέφομαι 1. поворачиваться, оборачиваться; 2. христ. обращаться в (истинную) веру -
77 ἐπιτάττω
ἐπι|τάττω 1. строить позади, ставить в резерв; 2. распоряжаться, приказывать -
78 ἐπιτίθεμαι
-
79 ἐπιτιμάω
-
80 ἐπιτρέπω
ἐπι|τρέπω 1. поручать, вверять, предоставлять; 2. позволять, потворствовать; 3. обращаться к третейскому судье
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek