Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἐπίπονος/el

См. также в других словарях:

  • ἐπίπονος — painful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπονος — η, ο (AM ἐπίπονος, ον) [πόνος] κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα 2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • επίπονος — η, ο επίρρ. α που γίνεται με κόπο, κοπιαστικός, κουραστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπονώτερον — ἐπίπονος painful masc acc comp sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc comp sg ἐπίπονος painful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπονωτάτων — ἐπίπονος painful fem gen superl pl ἐπίπονος painful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπονώτατα — ἐπίπονος painful adverbial superl ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπονώτατον — ἐπίπονος painful masc acc superl sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπόνως — ἐπίπονος painful adverbial ἐπίπονος painful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπονον — ἐπίπονος painful masc/fem acc sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπονωτάτη — ἐπίπονος painful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπονωτάτην — ἐπίπονος painful fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»