-
1 επίπονος
-
2 ἐπίπονος
-
3 επιπονος
21) трудовой, полный труда(βίος Lys., Xen., Plut.)
2) трудный, мучительный(ἡμέραι Soph.; πάθος Eur.; μαθήσεις καὴ μελέται Xen., ὠδίς Arst.)
3) тягостный, тяжелый(φυλακή Thuc.; ἐ. γῆρας Plat.)
ἐπίπονόν ἐστι τέν δύσκλειαν ἀφανίσαι Thuc. — трудно смыть позор4) трудолюбивый, трудящийся(ἀνήρ Arph., Plat.; ἄνθρωπος Plut.)
5) зловещий, предвещающий страдания(οἰωνός Xen.). - см. тж. ἐπίπονον
-
4 ἐπίπονος
ἐπί-πονος, mit Arbeit, Anstrengung verbunden, mühsam, mühselig; ἔργα καλὰ καὶ ἐπίπονα, schwierig. Auch von Menschen, δεινοῦ καὶ ἐπιπόνου ἀνδρός, Mühsal erduldend; ὅτι μέγας μὲν οἰωνὸς εἴη, ἐπίπονος μέντοι, Mühsal vorbedeutend. Adv. ἐπιπόνως, mit Mühe und Anstrengung -
5 επίπονος
η, ο [ος, ον ] трудный, тяжёлый; утомительный -
6 ἐπίπονος
-ος,-ον A 0-0-0-0-2=2 3 Mc 5,47; Sir 7,15laborious, hard -
7 επίπονος
[эпипонос] επ трудный, тяжёлый. -
8 ἐπίπονος
ἐπίπον-ος, ον,A painful, οὖρα f.l. for πέπονα in Hp.Prorrh.59 (ap.Gal.);θάνατοι Phld.Ir.p.30
W.; ; toilsome, laborious, (lyr.); ἀσχολία, ἄσκησις, φυλακή, Th.1.70, 2.39, 8.11; γῆρας wearisome, Pl.R. 329d (but in good sense, ἔργα ἐξειργασμένοι καλὰ καὶ ἐ. Id.Lg. 801e, cf. X. Cyr.8.1.29 ([comp] Sup.)); βίος ib.2.3.11;μαθήσεις καὶ μελέται Id.Cyn.12.15
; ἁμέρα day of sorrow, S.Tr. 654 (lyr.): [comp] Comp. πρᾶξις -ωτέρα καὶἐπικινδυνοτέρα X.An.1.3.19
;-ώτερον < ἔργον> οὐκ εἴληφ' ἐγώ Alex. 195
;οὐδὲν διαβολῆς ἐστιν -ώτερον Men.576
: [comp] Sup.παιδεία -ωτάτη Pl. R. 450c
; τὸ ἐπίπονον toil, X.Cyn.l.c.; τὰ ἐ. Arist.EN 1116a14; ἐπίπονόν [ἐστι] τὴν δύσκλειαν ἀφανίσαι 'tis a hard task to.., Th.3.58.2. of persons, laborious, patient of toil, Ar.Ra. 1370 (lyr.), Pl.Phdr. 229d; also, sensitive to fatigue, easily exhausted, Thphr.Sens.11.3. of omens, portending suffering, X.An.6.1.23.II. Adv. - νως with suffering, Hp.Epid.1.1; with difficulty,εὑρίσκεσθαι Th.1.22
; ζῆν (opp. τρυφᾶν) Arist.Pol. 1265a34;ἐ. καὶ καλῶς τινα θεραπεύειν Isoc.19.11
;βιώσεται X.Mem.1.7.2
, etc.: [comp] Comp.-ώτερον, διακονεῖν Arched.3.8
: [comp] Sup.-ώτατα, ζῆν X.Cyr.7.5.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπονος
-
9 επίπονος
1) arduous2) strenuousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επίπονος
-
10 arduous
επίπονος -
11 επιπονώτερον
ἐπίπονοςpainful: masc acc comp sgἐπίπονοςpainful: neut nom /voc /acc comp sgἐπίπονοςpainful: adverbial -
12 ἐπιπονώτερον
ἐπίπονοςpainful: masc acc comp sgἐπίπονοςpainful: neut nom /voc /acc comp sgἐπίπονοςpainful: adverbial -
13 тяжёлый
тяжёлый 1) (о весе) βαρύς; \тяжёлый чемодан η βαριά βαλίτσα 2) (трудный) δύσκολος; επίπονος; κουραστικός (утомительный)' \тяжёлый труд η σκληρή δουλειά* * *1) ( о весе) βαρύςтяжёлый чемода́н — η βαριά βαλίτσα
2) ( трудный) δύσκολος; επίπονος; κουραστικός ( утомительный)тяжёлый труд — η σκληρή δουλειά
-
14 επιπονωτάτας
ἐπιπονωτάτᾱς, ἐπίπονοςpainful: fem acc superl plἐπιπονωτάτᾱς, ἐπίπονοςpainful: fem gen superl sg (doric aeolic) -
15 ἐπιπονωτάτας
ἐπιπονωτάτᾱς, ἐπίπονοςpainful: fem acc superl plἐπιπονωτάτᾱς, ἐπίπονοςpainful: fem gen superl sg (doric aeolic) -
16 επιπονωτάτων
-
17 ἐπιπονωτάτων
-
18 επιπονωτέρα
ἐπιπονωτέρᾱ, ἐπίπονοςpainful: fem nom /voc /acc comp dualἐπιπονωτέρᾱ, ἐπίπονοςpainful: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
19 ἐπιπονωτέρα
ἐπιπονωτέρᾱ, ἐπίπονοςpainful: fem nom /voc /acc comp dualἐπιπονωτέρᾱ, ἐπίπονοςpainful: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
20 επιπονωτέρας
ἐπιπονωτέρᾱς, ἐπίπονοςpainful: fem acc comp plἐπιπονωτέρᾱς, ἐπίπονοςpainful: fem gen comp sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐπίπονος — painful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπονος — η, ο (AM ἐπίπονος, ον) [πόνος] κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα 2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
επίπονος — η, ο επίρρ. α που γίνεται με κόπο, κοπιαστικός, κουραστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπονώτερον — ἐπίπονος painful masc acc comp sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc comp sg ἐπίπονος painful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονωτάτων — ἐπίπονος painful fem gen superl pl ἐπίπονος painful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονώτατα — ἐπίπονος painful adverbial superl ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονώτατον — ἐπίπονος painful masc acc superl sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπόνως — ἐπίπονος painful adverbial ἐπίπονος painful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπονον — ἐπίπονος painful masc/fem acc sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονωτάτη — ἐπίπονος painful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονωτάτην — ἐπίπονος painful fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)