-
1 επικρεμαμαι
[pass. к ἐπικρεμάννυμι См. επικρεμαννυμι]1) висеть (над чем-л.), нависать(ὕπερθεν πέτρη ἐπικρέμαται HH.; αἱ ἐπικρεμάμεναι συστάσεις τῶν ὀρῶν Arst.)
ἐ. τῇ ἀγορᾷ Plut. — возвышаться над площадью2) перен. нависать, угрожать(ἐπικρεμάμενος κίνδυνος Thuc., Plut.; ἐπικρέμαται θάνατος Plut.)
τιμωρία ἐπικρέμαται Thuc. — угрожает (предстоит) наказание -
2 ἐπικρεμάννυμι
II. [voice] Pass., ἐπικρέμαμαι, [tense] aor. ἐπεκρεμάσθην, overhang, of a rock, h.Ap. 284; οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇἀγορᾷ Plu.Publ.10
: metaph., hang over, threaten,θάνατος Simon.39.3
;δόλιος αἰών Pi.I.8(7).14
(tm.);τιμωρία Th.2.53
; ἐπικρεμάμενος κίνδυνος impending danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., ἐπικρέμαθ' ἧμινὄλεθρος A.R.3.483
; [dialect] Ep.[ per.] 3pl. [tense] impf.ἐπεκρεμόωντο Nonn.D.20.173
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρεμάννυμι
См. также в других словарях:
επικρεμώ — (AM ἐπικρεμῶ, άω Α και ἐπικρεμάννυμι) 1. κρεμώ κάτι επάνω από κάποιον 2. μέσ. ἐπικρέμαμαι και ἐπικρεμῶμαι κρεμιέμαι απειλητικά πάνω από κάποιον, επίκειμαι, επαπειλούμαι (α. «επικρέμαται συμφορά» β. «επικρεμάμενος κίνδυνος») αρχ. μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek