Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ἐξ+ἄλλης+χθονός

  • 1 Court

    subs.
    Of a house: P. and V. αὐλή, ἡ (Plat.).
    Of the court, adj.: P. and V. αὔλειος (Plat.), V. ἕρκειος; see fore-court.
    Room, subs.: see Room.
    Palace: Ar. and P. βασλεια, τά.
    Court of justice: Ar. and P. δκαστήριον, τό.
    Concretely, the judges: P. and V. δικασταί, οἱ.
    Bring into court, v.: P. εἰς δικαστήριον ἄγειν.
    Produce in court: P. ἐμφανῶς παρέχειν (acc.).
    Rule out of court: Ar. and P. διαγρφειν.
    In court, adv.: P. ἐνθάδε (lit. here).
    Courtship, subs.: V. μνηστεύματα, τά.
    Pay court to: see v., court.
    Pay your court to another woman: ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός (Eur., Hel. 1514).
    ——————
    v. trans.
    Seek in marriage: P. and V. μνηστεύειν (Plat.).
    Generally, seek one's favour: Ar. and P. θεραπεύειν (acc.).
    Seek after: P. and V. μετέρχεσθαι (acc.), ζητεῖν (acc.), θηρεύειν (acc.), V. θηρᾶν (or mid.).
    Challenge: P. προκαλεῖσθαι.
    Flatter: P. and V. θωπεύειν, ποτρέχειν, πέρχεσθαι, Ar. and P. κολακεύειν.
    Suitors foremost in the land of Greece courted her: V. μνηστῆρες ᾔτουν Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός (Eur., El. 21).
    A thankless crew are ye who court the honours paid to demagogues: V. ἀχάριστον ὑμῶν σπέρμʼ ὅσοι δημηγόρους ζηλοῦτε τιμάς (Eur., Hec. 254).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Court

См. также в других словарях:

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»