-
1 ἄεθλος
ἄεθλος, ὁ, ep. u. Ion. = ἆϑλος, öfter bei Hom., der es nie in der Bedeutung »Kampfpreis (ἄεϑλον)« gebraucht, Lehts. Aristarch. 151, sondern nur vom Kampfe selbst; meist von Wettkämpfen, Kampfspielen, Iliad. 16, 590 ἢ ἐν ἀέϑλῳ, ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ; von ernsten Kämpfen z. B. Odyss. 1, 18 οὐδ' ἔνϑα πεφυγμένος ἦεν ἀέϑλων, 3, 262 ἡμεῖς μὲνγὰρ κεῖϑιπολέαςτελέοντες ἀέϑλους ἥμεϑα, 4, 170 ὃς εἵνεκ' ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέϑλους, 4, 241 ὅσσοι Ὀδυσσῆος ταλασίφρονός εἰσιν ἄεϑλοι. – Auch Pind. oft, z. B. Ol. 1, 135. 2, 24; oft auch Alex. D.
-
2 ἄεθλος
ἄεθλος, = Kampf; meist von Wettkämpfen, Kampfspielen; von ernsten Kämpfen -
3 συν-άεθλος
συν-άεθλος, = σύναϑλος, Opp. C. 1, 195.
-
4 φιλ-άεθλος
φιλ-άεθλος, ion. u. ep. = φίλαϑλος, Ἑρμῆς Ep. ad. 27 (XII, 143).
-
5 δυς-άεθλος
δυς-άεθλος, mühselig, Eustath.
-
6 δω-δεκ-άεθλος
δω-δεκ-άεθλος, zwölfmal gesiegt habend, Herkules, Ep. ad. 286 ( Plan. 99).
-
7 πεντ-αέθλιον
πεντ-αέθλιον, τό, poet. u. ion. statt πεντάϑλιον, w. m. s.; eben so πεντάεϑλον, τό, u. πεντ-άεϑλος, ὁ.
-
8 ἀέθλιον
ἀέθλιον, τό, ep. u. Ion., eigentl. neutr. adject. von ἄεϑλος ἄεϑλον, auf homerische Art für das substant. gebraucht; Kampfpreis, Il. 23, 537 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέϑλιον, 9, 124 ἵππους πηγοὺς ἀϑλοφόρους, οἳ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο, 127 ὅσσα μοι ἠνείκαντο ἀέϑλια μώνυχες ἵπποι; der Wettkampf selbst, Od. 8, 108 ἀέϑλια ϑαυμανέοντες, 21, 4 τόξον μνηστήρεσσι ϑέμεν πολιόν τε σίδηρον ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέϑλια καὶ φόνου ἀρχήν, vgl. 24, 169; Kampfgeräthe, Od. 21, 62 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνϑα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέϑλια τοῖο ἄνακτος, vgl. 117. – Auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 997.
-
9 ἆθλος
ἆθλος, ὁ, = ἄεϑλος, Kampf, Wettkampf, Hom. einmal, Od. 8, 160 οὐ γάρ σ' οὐδέ, ξεῖνε, δαήμονι φωτὶ ἐίσκω, ἄϑλων, οἷά τε πολλὰ μετ' ἀνϑρώποισι πέλονται, vgl. Lehrs Aristarch. 151; – Πυϑικοί, die pythischen Kampfspiele, Soph. El. 49; γυμνικοὶ καὶ ἱππικοί Plat. Legg. XII, 949 a; Dem. 60, 13. Daher Anstrengung, oft bei Trag., auch in Prosa, Ἡρακλέους, die Arbeiten des Herkules, Isocr. 5, 109.
-
10 ὑπό-κειμαι
ὑπό-κειμαι (s. κεῖμαι), 1) darunter liegen; Εὔβοια ὑπόκειται ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isocr. 4, 108; πεδίον ἱερῷ ὑπόκειται Aesch. 3, 118; ὑπόκεινται ϑεμέλιοι Thuc. 1, 93; darunter gelegt sein, zur Grundlage dienen, τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης αὐτοῖς Plat. Polit. 301 e; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Prot. 349 b, vgl. Parm. 161 a Crat. 422 d, u. oster; τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσϑω Arist. de sens. 1; dah. auch untergeordnet sein, gehorchen, τῷ ἄρχοντι Plat. Gorg. 510 c; τῷ νόμῳ, Luc. abdic. 24, unterworfen sein. – 2) vorliegen, obliegen; ὑποκείσεταίμοι ὁ ἄεϑλος Pind. Ol. 1, 85; παρ' ὑμῖν ὀργὴ καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι Dem. 34, 19; ὑπόκειταί τινι παϑεῖν Pol. 2, 58, 10; – dah. τὸ ὑποκείμενον, der vorliegende, zu behandelnde Gegenstand, wie ὑπόϑεσις, argumentum; die Substanz, καϑ' ὑποκειμένου τινὸς λέγεται ἄν-ϑρωπος, ἐν ὑποκειμένῳ – λευκόν τι, – καϑ' ὑποκ. καὶ ἐν ὑποκ. – ἐπιστήμη, Arist. top. – Vgl. noch οὕτω τούτων ὑποκειμένων Plat. Prot. 359 a; – ὁ ὑποκείμενος χρόνος, die vorliegende, gegenwärtige Zeit, Gramm.; – Pol. μένειν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης 1, 40, 5, u. ä. oft; ἐλπίς ὑπόκειται Thuc. 3, 84. – 3) Jem. zu Füßen sinken, ihm einen Fußfall thun, anliegen; ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες Plat. Rep. VI, 494 b. – 4) übh. perf. pass. von ὑποτίϑημι; verpfändet sein, Is. 6, 33; verdungen sein, κλινοποιοὺς τετταράκοντα μνῶν ὑποκειμένους, = ὑποτεϑειμένους, Dem. 27, 9; ὑποκειμένων αὐτῷ τῶν ξύλων τοῦ ναύλου, für die Fracht verpfändet, 49, 35, u. öfter. – Als Grundsatz feststehen od. fest beschlossen sein, ἐμοὶ ὑπόκειται, ὅτι –, Her. 2, 123; zur Bedingung gemacht, angenommen sein, als Hypothese aufgestellt sein.
-
11 δυςάεθλος
-
12 δωδεκάεθλος
δω-δεκ-άεθλος, zwölfmal gesiegt habend, Herkules
См. также в других словарях:
ἄεθλος — ἆθλος contest masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
au̯ē-11 (u̯e-d(h)-?) — au̯ē 11 (u̯e d(h) ?) English meaning: to try, force Deutsche Übersetzung: ‘sich mũhen, anstrengen”? Material: Solmsen Unters. 267 f. connects O.Ind. vüyati, tē “ gets tired, is exhausted, tires “ with Gk. ἄεθλος “ drudgery,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
άεθλον — ἄεθλον, το και ἄεθλος, ο (Α) επικοί και ιωνικοί τύποι αντί ἆθλον*, ἆθλος* … Dictionary of Greek
άθλο — το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον) βραβείο, έπαθλο, γέρας νεοελλ. (συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις αρχ. 1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή 2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη 3.… … Dictionary of Greek
αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη … Dictionary of Greek
αεθλονικία — ἀεθλονικία, η (Α) νίκη σε αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλος + νίκη] … Dictionary of Greek
αεθλοσύνη — ἀεθλοσύνη, η (Μ) [ἄεθλος] αγώνας, άμιλλα … Dictionary of Greek
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek
πανάεθλος — πανάεθλος, ον (Μ) αυτός που υπέστη όλα τα είδη τών μαρτυρικών άθλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄεθλος, επικ. και ιων. τ. του ἆθλος] … Dictionary of Greek