Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἁμάρτημα

См. также в других словарях:

  • ἁμάρτημα — failure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάρτημα — το (Α ἁμάρτημα) [ἁμαρτάνω] παράβαση τού θείου νόμου, τών εντολών τής θρησκείας και τών διατάξεων τής Εκκλησίας μσν. 1. παρανομία, αδίκημα 2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να... αρχ. 1. σφάλμα, αποτυχία 2.… …   Dictionary of Greek

  • αμάρτημα — το, ατος σφάλμα, παράπτωμα: Το αμάρτημά του είναι ότι του είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπατορικό αμάρτημα — Έτσι χαρακτηρίζεται από την εβραϊκή και από τη χριστιανική θρησκεία η παράβαση του θελήματος του Θεού από τους πρωτοπλάστους. Η παράβαση εκείνη είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθούν, κατά την Παλαιά Διαθήκη, οι πρωτόπλαστοι από τον παράδεισο και να …   Dictionary of Greek

  • ἁμάρτημ' — ἁμάρτημα , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc sg ἁ̱μάρτημαι , ἁμαρτέω attend perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτημάτων — ἁμάρτημα failure neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτήμασι — ἁμάρτημα failure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτήμασιν — ἁμάρτημα failure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτήματα — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτήματι — ἁμάρτημα failure neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτήματος — ἁμάρτημα failure neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»