-
1 ανοιδησις
- εως ἥ1) вздувание, раздутие(ἀπὸ τῆς τροφῆς Arst.)
2) набухание(τῶν μαστῶν Arst.)
3) подъем(θαλάσσης ἀνοιδήσεις Arst.)
-
2 επαγωγη
ἥ1) привоз, доставка(τῶν ἐπιτηδείων Thuc.)
2) (sc. τῆς τροφῆς) поглощение пищи(ἀναπνοέ καὴ ἐ. Arst.)
3) приведение4) привлечение (на свою сторону, на помощь)(τῶν Ἀθηναίων Thuc.)
αἱ ἐπαγωγαί (sc. ξυμμαχίας) Thuc. — способы привлечения к себе союзников5) наступление, нападение(αἱ ἐπὴ τοὺς ἐναντίους ἐπαγωγαί Polyb.)
6) заманивание (в ловушку), западня(τοῖς ἐχθροῖς Luc.)
7) вызывание подземных божеств, заклинание(ἐπαγωγαὴ ἢ ἐπῳδαί Plat.)
8) лог. (умо)заключение от частного к общему, индукция(ἥ ἐ. ἥ ἀπὸ τῶν καθ΄ ἕκαστα ἐπὴ τὰ καθόλου ἔφοδός, sc. ἐστιν Arst.)
-
3 επιρρυτος
21) текущий внутрь, втекающий, притекающийκαθ΄ ὅλον τὸ σῶμα τὰ τῆς τροφῆς νάματα ἐπύρρυτα γεγονέναι Plat. — питательные соки разливаются по всему телу;
ἀπὸ ἡλίου ἐ. δύναμις Plat. — излучаемая солнцем сила2) ( в отличие от ὑέτιος) почвенный(ὕδατα Plut.)
3) обильно орошаемый(πεδίον Xen.)
4) впитывающий, вбирающий в себя5) прибывающий во множестве, изобильный(καρπός Aesch.)
-
4 παρασκευη
ἥ1) изготовление, приготовление(δείπνου Her.)
2) заготовка, доставка, обеспечение(σίτου Her.; τῆς τροφῆς Plat.)
π. ὑγιείας Plat. — обеспечение, т.е. сохранение здоровья3) подготовкаοἱ ἐν τούτῳ παρασκευῆς ἦσαν Thuc. — таковы были их подготовительные мероприятия;
γνόντες τέν παρασκευήν Lys. — понимая, что все (заранее) подстроено;ἐκ и ἀπὸ παρασκευῆς Thuc., Lys. — заранее обдуманным образом, с предварительной подготовкой или преднамеренно;ἐς παρασκευέν ἔχειν τι Eur. — иметь что-л. наготове4) средство, способ, прием(ἐπί τι Plat.)
5) приведение в готовность, снаряжение, оснащение(νεῶν Arph.)
6) вооружение, снаряжение, материальная часть(ἵπποι καὴ ὅπλα καὴ ἥ ἄλλη π. Thuc.)
7) обстановка, устройство, тж. имущество(πλοῦτοί τε καὴ πᾶσα ἥ τοιαύτη π. Plat.)
8) канун субботы, пятница(π., ὅ ἐστιν προσάββατον NT.)
-
5 εργασια
ион. ἐργασίη ἥ1) работа, трудἐ. τῶν τεχνῶν Plat. — профессиональный труд;
ἥ περὴ τέν θάλατταν Plat. и κατὰ θάλατταν ἐ. Dem. — мореплавание, преимущ. морская торговля;τὰς ἐν ὑπαίθρῳ ἐργασίας ἐργάζεσθαι Xen. — трудиться под открытым небом2) обработка(σιδήρου Her.; ἐρίων Plat.)
3) возделывание(γές Arph.)
4) разработка, эксплуатация(τῶν μετάλλων Thuc.)
5) переработка, переваривание(τροφῆς Arst.)
6) выработка, изготовление, производство(ἱματίων, ὑποδημάτων Plat.; τῶν σιτίων Arst.)
7) возбуждение, причинение(τῆς ἡδονῆς Plat.)
8) сооружение, возведение, постройка(τειχῶν Thuc.; οἰκίας Plat.)
9) занятие, ремесло, промысел(ἐργασίαι μισθαρνικαί Arst.)
ἐ. τῆς τραπέζης Dem. — банковское дело, ремесло менялы;κατ΄ ἐργασίην Her. — в целях ремесла (лат. ut quaestum corporis faciat)10) зарабатывание, стяжание, приобретение(χρημάτων Arst.)
ἐργασίας ἕνεκα Dem. — для наживы11) произведение, изделие(χερὸς ἐργασίαι Pind.)
ἥ τετράγωνος ἐ. Thuc. = ἑρμῆς12) доход(αἱ ἐκ τῆς θαλάσσης ἐργασίαι Polyb.; ἥ ἀπὸ μετάλλων ἐ. Plut.)
-
6 απομεριζω
1) отделять, выделять(τινί τι, πρός и ἐπί τι Polyb.)
πολλῶν ἑτέρων ἀπομερισθῆναι Plat. — быть отделенным от многих других или быть разлученным со многими другими2) уделять(τῆς αὐτοῦ τροφῆς Plut.)
3) выбиратьἀριστίνδην ἀπομερισθὲν δικαστήριον Plat. — суд, избранный на основании наибольших заслуг или из наиболее отличившихся (в прошлом архонтов)
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… … Dictionary of Greek
βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek