-
1 exigence
ανάγκη -
2 nécessité
ανάγκη -
3 potřebnost
ανάγκη -
4 konieczność
ανάγκη -
5 gerektirme
ανάγκη, ζήτηση -
6 ihtiyaç
ανάγκη, χρεία -
7 lüzüm
ανάγκη, χρεία -
8 нужда
нужд||аж1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη. -
9 надобность
-и θ.αναγκαιότητα, ανάγκη•надобность книги η αναγκαιότητα του βιβλίου•
в этом нет никакой -и γι αυτό δεν είναι καμιά ανάγκη•
по казнныой -и για υπηρεσιακούς λόγους•
по минованию -и όταν πια δε θα υπάρχει ανάγκη ή δε χρειάζεται•
смотря по -и κατά την ανάγκη•
по мере -и όσο είναι ανάγκη, όσο χρειάζεται•
крайняя надобность επιταχτική (απόλυτη) ανάγκη•
в случае надобность σε περίπτωση•
ое-νάγκης, εν ανάγκη, στην ανάγκη.
-
10 нужда
-ы, πλθ. нужды θ.1. ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, πενία•терпеть -у περνώ φτώχεια, με δέρνει η φτώχεια, φτωχοδέρνω. •
2. ανάγκη, χρεία•без -ы χωρίς (να υπάρχει) ανάγκη•
у меня нужда в деньгах έχω ανάγκη χρημάτων•
испытывать -у в деньгах υποφέρω από αναπαραδιά•
для нужд населения για τις ανάγκες του πληθυσμού.
3. τάση για αποπάτηση, ανάγκη.εκφρ.- ы мало кому – λίγο τον ενδιαφέρει•- ы нет – δεν υπάρχει ανάγκη, δε χρειάζεται. -
11 необходимо
необходимо είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να... мне \необходимо уехать είναι ανάγκη να φύγω" мне \необходимо связаться по телефону πρέπει να τηλεφωνήσω* * *είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να…мне необходи́мо уе́хать — είναι ανάγκη να φύγω
мне необходи́мо связа́ться по телефо́ну — πρέπει να τηλεφωνήσω
-
12 необходимость
необходи́мостьж ἡ ἀνάγκη, ἡ ἀναγκαιότητα [-ης]:крайняя \необходимостьостъ ἡ ἐσχατη ἀνάγκη· нет никакой \необходимостьости δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη· в слу́чае \необходимостьости σέ περίπτωση ἀνάγκης· предметы первой \необходимостьости είδη πρώτης ἀνάγκης· по \необходимостьости ἀπό ἀνάγκη, κατ' ἀνάγκην· познанная \необходимостьость филос. ἡ ἐγνωσμένη ἀναγκαιότητα. -
13 нуждаться
нужд||атьсянесов1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:\нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά. -
14 необходимость
-и θ.1. αναγκαιότητα, ανάγκη, χρεία•предметы первой -и είδη πρώτης ανάγκης•
нет никакой -и δεν υπάρχει καμιά ανάγκη•
в случай -и σε περίπτωση ανάγκης•
по -и από ανάγκη•
покориться -и υποτάσσομαι στην ανάγκη.
2. (φιλοσ.) αναγκαιότητα. -
15 нуждаться
-йюсь, -аешьсяρ.δ. έχω ανάγκη., χρειάζομαι, δέομαι•нуждаться в деньгах έχω ανάγκη από χρήματα — в помощь έχω ανάγκη βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια•
больной -ется в свежем воздухе ο άρρωστος χρειάζεται καθαρό αέρα•
он во всм -ется αυτός δεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος•
нуждаться в отдых έχω ανάγκη ανάπαυσης.
-
16 need
[ni:d] 1. negative short form - needn't; verb1) (to require: This page needs to be checked again; This page needs checking again; Do you need any help?) χρειάζομαι,έχω ανάγκη2) (to be obliged: You need to work hard if you want to succeed; They don't need to come until six o'clock; She needn't have given me such an expensive present.) χρειάζεται(να),είναι ανάγκη(να),πρέπει(να)2. noun1) (something essential, that one must have: Food is one of our basic needs.) ανάγκη2) (poverty or other difficulty: Many people are in great need.) ένδεια,δύσκολη θέση3) (a reason: There is no need for panic.) λόγος•- needless- needlessly
- needy
- a need for
- in need of -
17 крайность
-и θ.1. ακρότητα, εξτρεμισμός•переходить от одной -и в другую περνώ από τη μια ακρότητα στην άλλη•
избежатъ -и αποφεύγω τις ακρότητες•
впадать в крайность φτάνω στα άκρα.
2. ανάγκη, ανέχεια, εσχάτη ένδεια•жить в -и περνώ πολύ δύσκολη ζωή.
3. επιτακτικότητα.εκφρ.до -и – στο έπακρο•довести до -и – κάνω κάποιον έξω φρενών•в -и – εν ανάγκη, στην ανάγκη. -
18 неволя
-и θ.1. σκλαβιά, δουλεία, ειλωτία• αιχμαλωσία•бежать из -и φεύγω (δραπετεύω) από τη σκλαβιά.
2. (απλ.) ανάγκη, καταναγκασμός σφίξη•горькая неволя αδυσώπητη ανάγκη•
что за неволя ехать в такой дождь τι ανάγκη υπάρχει να πάμε με τέτοια βροχή.
3. ως επίρ. παλ. -ей, -его βλ. невольно. -
19 Force
subs.Compulsion: P. and V. βία, ἡ, ἀνάγκη, ἡ.Motion: P. φορά, ἡ.Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, ἀνάγκῃ, ἐξ ἀνάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κράτος.By force of arms: P. κατὰ κράτος.Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Be in force: P. and V. ἰσχύειν.Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατὰ τὸ καρτερόν.——————v. trans.Compel: P. and V. ἀναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.Force back: see Repulse.Force open: see Prise.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force
-
20 необходимость
η ανάγκη, η αναγκαιότηταпо - и εάν υπάρχει ανάγκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > необходимость
См. также в других словарях:
ἀνάγκη — force fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκῃ — ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
ανάγκη — η 1. αυτό που επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων, το αναπόφευκτο: Έχει ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη. 2. οικονομική δυσκολία, ανέχεια: Τελευταία βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. 3. η αποπάτηση: Πήγε να κάνει την ανάγκη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. — ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. См. Нужда закон изменяет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κἀνάγκη — ἀνάγκη , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνάγκῃ — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl ἀνάγκᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάγκηι — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαῖαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)