Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ἀνάγκῃ

  • 1 exigence

    ανάγκη

    Dictionnaire Français-Grec > exigence

  • 2 nécessité

    ανάγκη

    Dictionnaire Français-Grec > nécessité

  • 3 potřebnost

    ανάγκη

    Česká-řecký slovník > potřebnost

  • 4 konieczność

    ανάγκη

    Słownik polsko-grecki > konieczność

  • 5 gerektirme

    ανάγκη, ζήτηση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > gerektirme

  • 6 ihtiyaç

    ανάγκη, χρεία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ihtiyaç

  • 7 lüzüm

    ανάγκη, χρεία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > lüzüm

  • 8 нужда

    нужд||а
    ж
    1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:
    иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·
    2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:
    быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > нужда

  • 9 надобность

    θ.
    αναγκαιότητα, ανάγκη•

    надобность книги η αναγκαιότητα του βιβλίου•

    в этом нет никакой -и γι αυτό δεν είναι καμιά ανάγκη•

    по казнныой -и για υπηρεσιακούς λόγους•

    по минованию -и όταν πια δε θα υπάρχει ανάγκη ή δε χρειάζεται•

    смотря по -и κατά την ανάγκη•

    по мере -и όσο είναι ανάγκη, όσο χρειάζεται•

    крайняя надобность επιταχτική (απόλυτη) ανάγκη•

    в случае надобность σε περίπτωση•

    ое-νάγκης, εν ανάγκη, στην ανάγκη.

    Большой русско-греческий словарь > надобность

  • 10 нужда

    -ы, πλθ. нужды θ.
    1. ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, πενία•

    терпеть -у περνώ φτώχεια, με δέρνει η φτώχεια, φτωχοδέρνω. •

    2. ανάγκη, χρεία•

    без -ы χωρίς (να υπάρχει) ανάγκη•

    у меня нужда в деньгах έχω ανάγκη χρημάτων•

    испытывать -у в деньгах υποφέρω από αναπαραδιά•

    для нужд населения για τις ανάγκες του πληθυσμού.

    3. τάση για αποπάτηση, ανάγκη.
    εκφρ.
    - ы мало кому – λίγο τον ενδιαφέρει•
    - ы нет – δεν υπάρχει ανάγκη, δε χρειάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > нужда

  • 11 необходимо

    необходимо είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να... мне \необходимо уехать είναι ανάγκη να φύγω" мне \необходимо связаться по телефону πρέπει να τηλεφωνήσω
    * * *
    είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να…

    мне необходи́мо уе́хать — είναι ανάγκη να φύγω

    мне необходи́мо связа́ться по телефо́ну — πρέπει να τηλεφωνήσω

    Русско-греческий словарь > необходимо

  • 12 необходимость

    необходи́мость
    ж ἡ ἀνάγκη, ἡ ἀναγκαιότητα [-ης]:
    крайняя \необходимостьостъ ἡ ἐσχατη ἀνάγκη· нет никакой \необходимостьости δέν ὑπάρχει καμμιά ἀνάγκη· в слу́чае \необходимостьости σέ περίπτωση ἀνάγκης· предметы первой \необходимостьости είδη πρώτης ἀνάγκης· по \необходимостьости ἀπό ἀνάγκη, κατ' ἀνάγκην· познанная \необходимостьость филос. ἡ ἐγνωσμένη ἀναγκαιότητα.

    Русско-новогреческий словарь > необходимость

  • 13 нуждаться

    нужд||аться
    несов
    1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:
    \нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·
    2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:
    он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά.

    Русско-новогреческий словарь > нуждаться

  • 14 необходимость

    θ.
    1. αναγκαιότητα, ανάγκη, χρεία•

    предметы первой -и είδη πρώτης ανάγκης•

    нет никакой -и δεν υπάρχει καμιά ανάγκη•

    в случай -и σε περίπτωση ανάγκης•

    по -и από ανάγκη•

    покориться -и υποτάσσομαι στην ανάγκη.

    2. (φιλοσ.) αναγκαιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > необходимость

  • 15 нуждаться

    -йюсь, -аешься
    ρ.δ. έχω ανάγκη., χρειάζομαι, δέομαι•

    нуждаться в деньгах έχω ανάγκη από χρήματα — в помощь έχω ανάγκη βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια•

    больной -ется в свежем воздухе ο άρρωστος χρειάζεται καθαρό αέρα•

    он во всм -ется αυτός δεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος•

    нуждаться в отдых έχω ανάγκη ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > нуждаться

  • 16 need

    [ni:d] 1. negative short form - needn't; verb
    1) (to require: This page needs to be checked again; This page needs checking again; Do you need any help?) χρειάζομαι,έχω ανάγκη
    2) (to be obliged: You need to work hard if you want to succeed; They don't need to come until six o'clock; She needn't have given me such an expensive present.) χρειάζεται(να),είναι ανάγκη(να),πρέπει(να)
    2. noun
    1) (something essential, that one must have: Food is one of our basic needs.) ανάγκη
    2) (poverty or other difficulty: Many people are in great need.) ένδεια,δύσκολη θέση
    3) (a reason: There is no need for panic.) λόγος
    - needlessly
    - needy
    - a need for
    - in need of

    English-Greek dictionary > need

  • 17 крайность

    θ.
    1. ακρότητα, εξτρεμισμός•

    переходить от одной -и в другую περνώ από τη μια ακρότητα στην άλλη•

    избежатъ -и αποφεύγω τις ακρότητες•

    впадать в крайность φτάνω στα άκρα.

    2. ανάγκη, ανέχεια, εσχάτη ένδεια•

    жить в -и περνώ πολύ δύσκολη ζωή.

    3. επιτακτικότητα.
    εκφρ.
    до -и – στο έπακρο•
    довести до -и – κάνω κάποιον έξω φρενών•
    в -и – εν ανάγκη, στην ανάγκη.

    Большой русско-греческий словарь > крайность

  • 18 неволя

    θ.
    1. σκλαβιά, δουλεία, ειλωτία• αιχμαλωσία•

    бежать из -и φεύγω (δραπετεύω) από τη σκλαβιά.

    2. (απλ.) ανάγκη, καταναγκασμός σφίξη•

    горькая неволя αδυσώπητη ανάγκη•

    что за неволя ехать в такой дождь τι ανάγκη υπάρχει να πάμε με τέτοια βροχή.

    3. ως επίρ. παλ. -ей, -его βλ. невольно.

    Большой русско-греческий словарь > неволя

  • 19 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 20 необходимость

    η ανάγκη, η αναγκαιότητα
    по - и εάν υπάρχει ανάγκη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > необходимость

См. также в других словарях:

  • ἀνάγκη — force fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγκῃ — ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — η 1. αυτό που επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων, το αναπόφευκτο: Έχει ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη. 2. οικονομική δυσκολία, ανέχεια: Τελευταία βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. 3. η αποπάτηση: Πήγε να κάνει την ανάγκη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. — ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. См. Нужда закон изменяет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀνάγκη — ἀνάγκη , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνάγκῃ — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγκαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl ἀνάγκᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγκηι — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαῖαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»