-
61 αναβλεμμα
-
62 αναβλεπω
(fut. ἀναβλέψω и ἀναβλέψομαι)1) смотреть вверх или вперед, взирать, глядеть(τι и τινί Eur., πρός и εἴς τι Plat.)
ἀ. ὀρθοῖς ὄμμασιν Xen. — глядеть прямо, перен. не падать духом;ἀ. φλόγα Eur. — сверкать глазами2) (вновь) открывать глазаἀναβλέψας ἐρωτᾷ Xen. — открыв глаза, он спрашивает (= спросил)
3) (вновь) обрести зрение, прозреть Her., Arph., Plat. -
63 αναβλυζω
Anth. тж. ἀμβλύζω1) стремительно прорываться, вырываться, прыскать(πῦρ ἀναβλύζει, ἔλαιον ἀνέβλυζεν Plut.)
2) бить ключом или бурно разливаться(Νεῖλος ἀναβλύζων Theocr.)
3) стремительно извергать(ἔλαιον Arst.; πηγήν Anth.)
-
64 αναβοαω
поэт. тж. ἀμβοάω (fut. ἀναβοήσομαι дор. ἀναβοάσομαι)1) издавать крик, вскрикивать Her., Eur., Thuc.2) выкрикивать, восклицать, кричать(τι Eur.)
3) криком, т.е. громко приказывать или просить(ποιεῖν τι Thuc., Xen., Polyb.)
4) громко оплакивать(ἄχη Aesch.; συμφοράν Eur.)
5) громко звать(τινα Eur., Arph.)
6) громко петь(παιᾶνα Plat.)
7) издавать крик одобренияταῦτα εἰπούσης, ἀνεβόησαν αἱ λοιπαὴ γυναῖκες Plut. — когда она сказала это, остальные женщины криком выразили свое согласие
-
65 αναβολη
поэт. тж. ἀμβολή, дор. ἀμβολά ἥ1) насыпь, вал Xen., Diod.2) восхождение, подъем(τῶν Ἄλπεων и πρὸς τὰς Ἄλπεις Polyb.)
τέν ἀναβολέν ποιεῖσύαι Polyb. — совершать восхождение, подниматься3) путь восхождения, дорога вверх, подъем(αἱ εἰς τὸ ὄρος ἀναβολαί Polyb.)
4) накидка, плащ Plat.5) (музыкальное) вступление Pind., Arph., Arst.6) откладывание, отсрочка, задержкаἀναβολέν ποιεῖν Plat. и ποιεῖσθαι Thuc., Men., Plut., тж. ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαι Her. или πράττειν Thuc. — откладывать, задерживать, медлить;
7) выскакивание(ἥ ὑπέρζεσίς ἐστιν ἥ ἀ. τῶν πομφολύγων Arst.)
-
66 αναβορβορυζω
-
67 αναβρασσω
атт. ἀναβράττω1) варить(κρέα Arph.)
2) встряхиватьτὰ ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττόμενα Arst. — то, что отвеивается во (встряхиваемых) ситах
-
68 αναβραχειν
-
69 αναβρεχω
-
70 αναβροχω
-
71 αναβρυαζω
-
72 αναβρυχαομαι
-
73 αναγαιον
-
74 αναγελαω
-
75 αναγενναω
-
76 αναγευω
давать отведатьἀναγεῦσαί τινά τι Arst. досл. — попотчевать кого-л. чем-л., перен. показать кому-л. что-л.
-
77 αναγιγνωσκω
ион. и поздн. ἀναγῑνώσκω1) (aor. 2 ἀνέγνων) быть хорошо знакомым, хорошо знать(τινά и τι Hom., Pind.)
2) (вновь) узнавать, признавать знакомым(τινά и τι Hom., Her., Xen., Eur.)
3) читать(ποιήματα Plat.)
ἀναγνώσεται ὑμῖν (ὅ γραμματεὺς) τὸ ψήφισμα Lys. — секретарь огласит вам постановление;οἱ ἀναγιώσκοντες Plut. — читатели4) (aor. 1 ἀνέγνωσα) увещевать, уговаривать, убеждать(τινὰ ποιεῖν τι Her.)
ὑπό τινος ἀναγνωσθεὴς χρήμασι Her. — подкупленный кем-л. -
78 αναγναμπτω
-
79 αναγνωριζω
1) вновь узнавать, опознавать(τινά Plat.)
2) узнавать, знакомиться(τι Arst.)
3) знакомитьἀναγνωρίσας τινἀς Arst. — открывшись или назвав себя некоторым (людям)
-
80 αναγραπτος
См. также в других словарях:
ἄνα — ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνα king fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄναξ lord masc voc sg ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc/acc dual ἄνᾱ , ἄνη fulfilment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄνᾱ , ἄνοος without understanding neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνά — on board indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
άνα — (I) ἄνα (Α) [ἄναξ] 1. (κλητ. τού ἄναξ) βασιλιά (μόνο στις φρ. ὦ ἄνα και συνηρ. ὦνα και Ζεῡ ἄνα και πάντα ως προσαγόρευση θεών) 2. (κλητ. αντί τού ἄνασσα) βασίλισσα. (II) ἄνα, η (Α) [ἄνω] η ἄνυσις*. (III) ἄνα (Α) [ἀνά] αναστροφή τής προθέσεως ἀνά… … Dictionary of Greek
ἄνᾳ — ἄναι , ἄνα king fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνα king fem dat sg (doric aeolic) ἄναι , ἄνη fulfilment fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνη fulfilment fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άνα — κατάλ. μεγεθυντικών ουσιαστικών της Ν. Ελληνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. άνα αποσπάστηκε από μεγεθυντικά τών ουσ. σε άνι, πρβλ. πλατάνι πλατάνα, ροκάνι ροκάνα, φουστάνι φουστάνα και χρησιμοποιείται στον σχηματισμό μεγεθυντικών από ουσ., όπως πλέξα ή… … Dictionary of Greek
-ανά — συνήθης κατάλ. τοπωνυμίων, κυρίως τής Κρήτης και τής Τήνου, π. χ. Μουλιανά, Αμαριανά κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. ανά, ήδη μσν., δηλώνει τα κτήματα που ανήκουν σε κάποιον (πρβλ. Δολιανά «τα κτήματα τού Δολιανού»). Κατ’ επέκταση επικράτησε και ως… … Dictionary of Greek
ἀνᾶ — ἀνάζω fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποθῇ — ἀνά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg ἀνά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg ἀνά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg ἀνά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) ἀνά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) ἀνά , ἀπό θάζω seated fut ind mid 2nd sg (doric) ἀνά … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηρημένα — ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἀνηρημένᾱ , ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀνηρημένᾱ , ἀνά ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) ἀνά ἀρέομαι perf part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)