Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ἀγῶνα

  • 41 απεκδύομαι

    1) (με αιτιατ.) отковываться, отрекаться (от привычки и т. п.); бросить, оставлять (прежний образ мыслей и т. п.);
    2) (με γεν.) снимать с себя, переставать нести (ответственность и т. п.);

    απεκδύομαι πάσης ευθύνης — снимать с себя всякую ответственность;

    3):

    απεκδύομαι εις... — браться (за что-л.);

    απεκδύομαι εις τον αγώνα — вступить в борьбу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απεκδύομαι

  • 42 αποδύομαι

    (αόρ. απεδύθην и απεδυσάμην) αμετ. браться, приниматься (за что-л.) с рвением, усердием;

    αποδύομαι σε αγώνα — решительно вступать в борьбу;

    § αποδύομαι τον παλαιόν ΰνθρωπον — избавляться от дурных привычек;

    αποδύομαι της ευθύνης — уклоняться от ответственности

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποδύομαι

  • 43 διεξάγω

    (αόρ. διεξήγαγα и διεξήγαγαν, παθ. αόρ. διεξήχθηκα и διεξήχθην) μετ.
    1) вести, проводить; производить; устраивать;

    διεξάγω διαπραγματεύσεις (αγώνα) — вести переговоры (борьбу);

    διεξάγω ανακρίσεις — производить допрос; — вести следствие;

    διεξάγω δίκην юр. — вести процесс;

    διεξάγω εύστοχα πυρά — вести меткий огонь;

    2) выводить; вывозить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διεξάγω

  • 44 εξεγείρω

    (αόρ. εξήγειρα) μετ.
    1) прям., перен. поднимать, пробуждать, будить;

    εξεγείρω εις επανάστασιν (εξέγερσιν, αγώνα) — поднимать на революцию (восстание, борьбу);

    εξεγείρω εις την ψυχήν τίνος το πατριωτικόν αίσθημα — пробуждать в душе кого-л. патриотическое чувство;

    2) возбуждать, подстрекать;
    3) вызывать крайнее негодование; приводить в гнев, в ярость; 1) прям., перен. — подниматься, пробуждаться;

    2) восставать, бунтовать;
    3) приходить в гнев, в ярость; гневаться (уст.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξεγείρω

  • 45 εξέρχομαι

    (αόρ. εξήλθον) αμετ
    1) выходить; выезжать;

    εξέρχομαι (εκ) τού κήπου — выходить из сада;

    εξέρχομαι από το σπίτι — выходить из дома;

    εξέρχομαι εις συνάντησιν — выходить навстречу;

    2) отправляться;

    εξέρχομαι εις κυνήγιον (περίπατον) — отправляться на охоту (прогулку);

    3) уходить, оставлять;

    εξέρχομαι της υπηρεσίας — увольняться по собственному желанию; — подавать в отставку;

    εξέρχομαι του στρατεύματος — демобилизоваться;

    § εξέρχομαι τής ευθείας οδού — сбиться с (правильного) пути;

    εξέρχομαι εις αγώνα (αμιλλαν) — состязаться (соревноваться);

    εξέρχομαι εις τούς τελείους άνδρας — становиться настоящим мужчиной

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξέρχομαι

  • 46 καθορίζω

    μετ.
    1) определять, обусловливать;

    καθορίζω την επιτυχία — определять успех;

    καθορίζω την έκβαση τού αγώνα — решать исход борьбы;

    καθορίζω τίς υποχρεώσεις τού καθένα — определять обязанности каждого;

    2) устанавливать, назначать;

    καθορίζω προθεσμία — устанавливать срок;

    καθορίζομαι — определяться (чём-л.); — зависеть (от чего-л.);

    καθορίζεται από πολλούς λόγους — эτο — зависит от ряда обстоятельств

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθορίζω

  • 47 καλώ

    (ε), καλάω (αόρ. (ε)κάλεσα, παθ. αόρ. καλέστηκα и εκλήθην) μετ.
    1) звать, называть, именовать; 2) звать, приглашать; вызывать; призывать;

    καλώ σε βοήθεια — звать на помощь;

    καλώ στο χορό — приглашать на танец;

    καλώ τούς μάρτυρες — вызывать свидетелей;

    καλώ τό λαό στον αγώνα — призывать народ к борьбе;

    3) воен, призывать, объявлять призыв

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καλώ

  • 48 ξεσηκώνω

    μετ.
    1) поднимать на ноги, будоражить, возбуждать; 2) поднимать с места; побуждать к...; ήρθε και μας ξεσήκωσε να πάμε στο θέατρο он пришёл и вытащил нас в театр; 3) поднимать на восстание; 4) копировать (чертёж, рисунок); 5) списывать, переписывать (рецепт и т. п.);

    ξεσηκώνομαι — подниматься;

    ξεσηκώνομαι στον αγώνα — подниматься на борьбу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξεσηκώνω

  • 49 ορθώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) ставить прямо, вертикально; 2) поднимать; 3) перен. поднимать, ставить на ноги;

    § ορθώνω τό ανάστημα μου — вставать, подниматься на защиту своих прав;

    ορθώνομαι [ορθούμαι]

    1) — вставать, выпрямляться;

    2) воз- вышаться;
    3) подниматься, восставать (против кого-л.);

    ορθώθηκε ο λαός στον αγώνα — народ поднялся на борьбу;

    ορθώνομαι (αντιμέτωπος) — противостоять (кому-л.);

    § ορθώνονται οι τρίχες — волосы дыбом становятся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ορθώνω

См. также в других словарях:

  • ἀγῶνα — ἀγών gathering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγωνα — ἄγωνος gathering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγῶν' — ἀγῶνα , ἀγών gathering masc acc sg ἀγῶνι , ἀγών gathering masc dat sg ἀγῶνε , ἀγών gathering masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»