-
81 άμα
1. επίρρ. одновременно с, вместе с; сразу (же) после;άμα τη αφίξει — с приездом, сразу по приезде;
άμα τη λήψει — по получении;
άμα τη αγγελία — одновременно с известием;
άμα τή ημέρα — на рассвете, с наступлением дня;
άμα τη εμφανίσει — а) при первом появлении; — б) при предъявлении;
§ εν τω άμα — вмиг, мгновенно;
άμ· έπος άμ· έργον сказано — сделано;2. σονδ. 1) если;άμα θέλεις — если хочешь;
2) когда; как только;άμα θά·ρθείς — когда придёшь;
§ άμα τον ξαναϊδείς γράψε τον поминай как звали; и был таков -
82 βυθίζω
μετ.1) топить, пускать ко дну1; 2) погружать, окунать; 3) перен. погружать, приводить, ввергать; η αγγελία τον εβύθισε σε μελαγχολία это сообщение привело его в уныние;1) — тонуть, идти ко дну;βυθίζομαι
2) погружаться, окунаться;3) перен. впадать в забытьё, в беспамятство; 4) погружаться, углубляться;βυθίζομαι στο διάβασμα (σε σκέψεις) — погрузиться в чтение (в размышления);
η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι (πένθος) город погрузился во мрак (в траур);5) перен. завязнуть; погрязнуть -
83 ἐπαγγελία
ἡ ἐπ|αγγελία возвещение, обетование -
84 αγγελιαφόροι
-
85 ἀγγελιαφόροι
-
86 αγγελιαφόροις
-
87 ἀγγελιαφόροις
-
88 αγγελιαφόρον
-
89 ἀγγελιαφόρον
-
90 αγγελιαφόρος
-
91 ἀγγελιαφόρος
-
92 αγγελιαφόρου
-
93 ἀγγελιαφόρου
-
94 αγγελιαφόρους
-
95 ἀγγελιαφόρους
-
96 αγγελιαφόρω
-
97 ἀγγελιαφόρῳ
-
98 αγγελιαφόρων
-
99 ἀγγελιαφόρων
-
100 αγγελιών
См. также в других словарях:
ἀγγελία — ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc/acc dual ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίᾳ — ἀγγελίαι , ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγελία — η 1. είδηση, πληροφορία, μαντάτο: Δέχτηκε ψύχραιμα την αγγελία της αποτυχίας του στις εξετάσεις. 2. διαφήμιση με τον τύπο: Το σπίτι το νοίκιασε γρήγορα με αγγελία στις εφημερίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… … Dictionary of Greek
ἀγγελίας — ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem acc pl ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαι — ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιάων — ἀγγελιά̱ων , ἀγγελία message fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαν — ἀγγελίᾱν , ἀγγελία message fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόροι — ἀγγελιᾱφόροι , ἀγγελιαφόρος messenger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόροις — ἀγγελιᾱφόροις , ἀγγελιαφόρος messenger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόρον — ἀγγελιᾱφόρον , ἀγγελιαφόρος messenger masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)