Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(тучи)

  • 1 рассеять

    -ею, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеянный, βρ: • -ян, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπείρω, σπέρνω•

    рассеять семена σπέρνω σπόρους.

    2. διασπείρω, κατανέμω σε διάφορα σημεία•

    школы по всей стране φτιάχνω σ όλη τη χώρα σχολεία.

    3. διαχέω• εκπέμπω•

    рассеять свет διαχέω το φως.

    4. διασκορπίζω• διαλύω•

    ветер -ял тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα•

    неприятельскую каваллерию διασκορπίζω το εχθρικό ιππικό.

    || μτφ. διαλύω, εξαλείφω• διώχνω•

    рассеять подозрения διαλύω τις υποψίες•

    рассеять скуку διώχνω την πλήξη•

    рассеять опасения διαλύω τους φόβους.

    1. εποικίζομαι, στεγάζομαι χωριστά.
    2. διαχέομαι.
    3. διασκορπίζομαι•

    неприятель -лся под нашим огнм ο εχθρός διασκορπίστηκε από τα πυρά μας•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν (διαλύθηκαν).

    || περνώ, παρέρχομαι•

    гнев -лся ο θυμός πέρασε.

    4. μτφ. ξεσκάζω, ανακουφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рассеять

  • 2 прогонять

    прогоня||ть
    несов διώχνω, ἀποπέμπω/ βγάζω ἐξω κάποιον (из комнаты, дома и т. п.):
    ветер \прогонятьет тучи ὁ ἄνεμος σκορπίζει τα σύννεφα· \прогонять стадо ὀδηγῶ κοπάδι· \прогонять скуку διώχνω τήν πλήξη.

    Русско-новогреческий словарь > прогонять

  • 3 расходиться

    расходиться
    несов
    1. (уходить) φεύγω, ἀπέρχομαι/ σκορπίζω, διαλύομαι (в разные стороны):
    гости расходятся οἱ ἐπισκέπτες φεύγουν все расходятся по домам ὅλοι πηγαίνουν στά σπίτια τους· разойдись! воен. τους ζυγούς λύσατε!, διαλυθήτε!· тучи расходятся τά σύννεφα διαλύονται·
    2. (о слухах, вестях) διαδίδομαι, κυκλοφορώ (άμετ.)·
    3. (расставаться) χωρίζω (άμετ.):
    они расходятся друзьями χωρίζουν σάν φίλοι·
    4. (в чем-л.) διαφωνώ, δεν συμφωνώ, διχάζομαι:
    \расходиться во мнениях с кем-л. οἱ γνώμες (μας) διχάζονται, διαφωνοῦμε·
    5. (быть истраченным, распродаваться) ἐξαν-τλοῦμαι, ©ξοδεύομαι, πουλιέμαι:
    деньги быстро расходятся τά λεφτά ξοδεύονται γρήγορα· книги хорошо расходятся τά βιβλία πουλιοῦνται καλά·
    6. (растворяться) διαλύομαι/ λυώνω (таять, топиться)·
    7. (о лучах) ἀποκλίνω·
    8. (о дороге) διχάζομαι, χωρίζομαι στά δύο:
    9. (вовсю) μέ πιάνει τό γλυκύ μου, μέ πιάνουν τά μπουρίνια μου (в гневе и т. п.) I μοῦ ἐρχεται τό κέφι (развеселиться)· ◊ у него слова никогда не расходятся с делом о( πράξεις του ποτέ δέν ἐρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά λόγια του.

    Русско-новогреческий словарь > расходиться

  • 4 заволочь

    -локу, -лочешь, -локут, παρλθ. χρ. заволок
    -кла
    -ό, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заволоченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. κλείνω, σκεπάζω, καλύπτω•

    тучи заволокли небо τα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•

    слёзы заволокли её глаза τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

    2. (απλ.) σέρνω, τραβώ.
    σκεπάζομαι, καλύπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > заволочь

  • 5 закраина

    θ.
    1. άκρη, άκρο• παρυφή•

    тучи с белыми -ами σύννεφα με άσπρες άκρες.

    2. πάγος στην άκρη όχθης, ακτής.
    3. άκρες αποσπασμένου πάγου από την όχθη.

    Большой русско-греческий словарь > закраина

  • 6 затянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затянутый, бр: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω• δένω•

    затянуть ремень σφίγγω το λουρί•

    узлом δένω κόμπο•

    затянуть петлю δένω θηλιά.

    2. τεντώνω, τεζάρω.
    3. τραβώ μέσα, ρουφώ•

    болото -ло корову ο βάλτος κατάπιε την αγελάδα.

    4. μτφ. τραβώ, παρασύρω, μπλέκω.
    5. καλύπτω, σκεπάζω με ελαφρύ στρώμα•

    тучи -ли небо τα σύννεφα σκέπασαν ελαφρά τον ουρανό•

    пруд -ло тиной η δεξαμενή σκεπάστηκε με βόρβορο.

    || μτφ. επουλώνομαι, θρέφω, κλείνω•

    рану -ло η πληγή έκλεισε.

    6. παρατραβώ, παρατείνω• καθυστερώ•

    затянуть дело παρατραβώ την υπόθεση•

    затянуть игру παρατείνω το παιγνίδι.

    7. σφίγγω τη βίδα.
    σφίγγομαι δένομαι• τεντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. || ρουφώ, τραβώ μέσα καπνό.
    ρ.σ.μ.
    αρχίζω να τραγουδώ.

    Большой русско-греческий словарь > затянуть

  • 7 молниеносный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. παλ. αστραπηφόρος κεραυνοβόλος•

    -ые тучи αστραπηφόρα σύννεφα.

    || μτφ. γρήγορος, πεταχτός, φευγαλέος•

    молниеносный взгляд φευγαλέα ματιά.

    2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•

    -ая воина κεραυνοβόλος πόλεμος•

    молниеносный удар κεραυνοβόλο χτύπημα.

    || αστραπιαίος•

    -ая быстрота αστραπιαία ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > молниеносный

  • 8 нагнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. нагнал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнать нэт-нанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω, εξισώνομαι.
    2. (για χρόνο) εξοικονομώ, κερ-ζω, ανακτώ•

    шофр -ал пять минут ο σωφέρ αναπλήρωσε τα πέντε λεπτά που έχασε.

    3. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω•

    на базар -ли много скота στο ζωοπάζαρο έφεραν πολλά ζώα•

    ветер -ал тучи ο άνεμος μάζεψε σύννεφα.

    4. εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ•

    нагнать страх εμπνέω φόβο, εμφοβώ•

    нагнать тоску προξενώ θλίψη•

    нагнать сон προκαλώ ύπνο.

    5. (χτυπώντας) βάζω, περνώ•

    обручи на бочку βάζω στεφάνια στο βαρέλι.

    6. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•

    нагнать бочку спирта βγάζω με απόσταξη ένα βαρέλι οινόπνευμα.

    εκφρ.
    нагнать цену – ανεβάζω (υψώνω) την τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > нагнать

  • 9 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 10 обволочь

    -лочт, -локут, παρλθ. обволок, -ла, -ло
    ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω εντελώς •

    тучи -ли нбо τα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό πέρα για πέρα.

    καλύπτομαι, σκεπά, -ζομαι εξ ολοκλήρου•

    нбо -клось тучами ο ουρανός έκλεισε από τα σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > обволочь

  • 11 облечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. облк, -лекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ντύνω, περιβάλλω με ένδυμα τυλίγω.
    2. καλύπτω, σκεπάζω, περιτυλίγω. || μτφ. δίνω, εξουσιοδοτώ•

    -властью περιβάλλω με εξουσία•

    облечь сливой περιβάλλω με δόξα.

    || εκφράζω, ενσαρκώνω.
    εκφρ.
    облечь доверием – περιβάλλω με εμπιστοσύνη•
    облечь тайной – περιβάλλω με μυστικότητα ή με μυστήριο.
    1. ντύνομαι.
    2. μτφ. περιβάλλομαι•

    ореолом περιβάλλομαι με φωτοστέφανο.

    || εκφράζομαι, ενσαρκώνομαι (για λόγο, λέξεις κλπ.),.
    -ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. облёг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облёгший ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли небо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.

    2. παλ. πολιορκώ.

    Большой русско-греческий словарь > облечь

  • 12 обложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιβάλλω, περιθέτω περιστοιχίζω περικαλύπτω, σκεπάζω•

    нбо -ли дождевые тучи τον ουρανό σκέπασαν βροχοφόρα σύννεφα.

    || απρόσ. (για λαιμό, γλώσσα) ασπρίζω (λόγω ασθένειας)•

    язык -ло η γλώσσα άσπρισε.

    || παλ. • περψράβω.
    2. βλ. облицевать.
    3. πολιορκώ, περικυκλώνω•

    обложить город πολιορκώ την πόλη.

    4. (για άγρια ζώα) κυκλώνω.
    5. επιβάλλω (φόρο, πρόστιμο, δόσιμο κ.τ.τ.).
    6. βρίζω άσχημα, περιλούζω• σκυλοβρίζω.
    1. περιβάλλομαι, περιστοιχίζομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    нбо тучами -лось ο ουρανός σκεπάστηκε από σύννεφα.

    3. κάνω λάθος στην τοποθέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > обложить

  • 13 покрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•

    покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•

    покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•

    покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•

    покрыть соломом αχυροσκεπάζω•

    покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.

    2. αλείφω•

    покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•

    покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.

    || εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•

    тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•

    -мглой καλύπτω με σκοτάδι•

    мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•

    покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.

    3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•

    -расходы καλύπτω τα έξοδα•

    покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.

    4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•

    покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•

    покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.

    5. διανύω απόσταση.
    6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.
    7. μαλώνω.
    8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.
    εκφρ.
    покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•
    покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•
    покрыть славой – καλύπτω με δόξα•
    - ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.
    καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•

    нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•

    покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•

    покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•

    голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•

    дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.

    Большой русско-греческий словарь > покрыть

  • 14 полить

    ρ.σ.
    1. μ.
    επιχύνω, χύνω επάνω. || ποτίζω•

    полить деревья ποτίζω τα δέντρα.

    2. αρχίζω να βρέχω•

    -ил дождь άρχισε να βρέχει•

    вне-загшо набежали тучи и -ло ξαφνικά μαζεύτηκαν σύννεφα και άρχισε να βρέχει.

    περιβρέχομαι. || ρέω, τρέχω.

    Большой русско-греческий словарь > полить

  • 15 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 16 просвечивать

    ρ.δ.
    1. βλ. просветить 1.
    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• διαφαίνομαι, διακρίνομαι• ξεχωρίζω•

    солнце -ает сквозь тучи ο ήλιος φαίνεται μέσα από τα σύννεφα.• сквозь рубашку -ает голое тело μέσα από το πουκάμισο φαίνεται το γυμνό σώμα.• сквозь его слова -аеш недоверие μέσα από τα λόγια του διαφαίνεται η δυσπιστία.

    || είμαι διαφανής.
    διαφέγγομαι• διαφωτίζομαι, γίνομαι διαφανής κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > просвечивать

  • 17 разволочь

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разволоченный, βρ: -чен, -а, -о
    κ. разволоченный, βρ: -чен, -чена, -чено (απλ.).
    σύρω, σέρνω, τραβώ, κουβαλώ (σε διάφορες κατευθύνσεις). || απρόσ. (απλ.) διώχνω, σκορπώ•

    тучи ветром -кло ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > разволочь

  • 18 раздуть

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздутый, βρ: -дут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώ, παρασύρω φυσώντας•

    раздуть пепель φυσώ τη στάχτη.

    || σκορπώ, διώχνω•

    ветер -ул тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    2. φυσώ για να ανάψει•

    раздуть огонь φυσώ τη φωτιά.

    3. φουσκώνω• γεμίζω με αέρα•

    раздуть пузырь κάνω φούσκα•

    ветер -ул паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    4. (απρόσ.) πρήζομαι•

    живот -ло η κοιλιά φούσκωσε.

    5. μτφ. εξογκώνω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, υπεραυξαίνω, παραφουσκώνω• τα παραλέγω.
    1. φουσκώνω, -ομαι, γεμίζομαι με αέρα.
    2. μτφ. εξογκώνομαι, πρήζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздуть

  • 19 разойтись

    разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся
    -шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,
    επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.
    1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).

    2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•

    толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.

    || ρευστοποιούμαι, λιώνω•

    сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.

    3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.
    4. χωρίζω•

    он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•

    она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.

    || διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.
    5. χωρίζομαι•

    дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.

    || αποκλίνω•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.
    7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,
    8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).
    9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•

    дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.

    10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.

    Большой русско-греческий словарь > разойтись

  • 20 серый

    επ., βρ: сер, сера, серо.
    1. φαιός, φαιόχρωμος, γκρίζος, σταχτής, τεφρός•

    -ые тучи γκρίζα σύννεφα•

    -ая погода συννεφώδης καιρός•

    -ые глаза γκρίζα μάτια•

    -ая лошадь ψαρύ άλογο.

    2. μτφ. φτωχός, γλίσχρος, πενιχρός•

    -ая книга πενιχρό βιβλίο.

    3. μτφ. απολίτιστος αμόρφωτος.

    Большой русско-греческий словарь > серый

См. также в других словарях:

  • "Тучи" — «ТУЧИ», стих. Л., написанное перед отъездом во вторую ссылку на Кавказ (1840). Обстоятельства создания и первого чтения (на прощальном вечере у Карамзиных) известны по рассказу В. А. Соллогуба в передаче П. А. Висковатого (Висковатый, с. 338). В …   Лермонтовская энциклопедия

  • тучи — безжизненные (Бальмонт); бесприютные (Андрусон, Тан); бесшумные (Городецкий); бодрые (Башкин); быстрые (Башкин); дымные (Бальмонт, Тургенев, Фофанов); дымящиеся (А.Федоров); злые (Охременко, Тургенев); клочковатые (Гаршин); косматые (Белый,… …   Словарь эпитетов

  • ТУЧИ —     ♠ Видеть надвигающиеся тучи сон предвещает опасность или болезнь.     ↑ Представьте, что тучи рассеиваются, выходит солнце и согревает вас своим светом …   Большой семейный сонник

  • тучи нависли — тучи сгустились, тучи собрались, угроза, опасность Словарь русских синонимов. тучи нависли нареч, кол во синонимов: 4 • надвинулась беда (4) • …   Словарь синонимов

  • Тучи над Борском — Тучи над Борском …   Википедия

  • Тучи покидают небо — Жанр мелодрама Режиссёр Николай Жуков Автор сценария Ахмедхан Абу Бакар В главных ролях …   Википедия

  • тучи сгустились — нареч, кол во синонимов: 4 • надвинулась беда (4) • надвинулась опасность (4) • …   Словарь синонимов

  • тучи собрались — нареч, кол во синонимов: 4 • надвинулась беда (4) • надвинулась опасность (4) • …   Словарь синонимов

  • Тучи сгущаются над головой — чьей. ТУЧИ СГУСТИЛИСЬ НАД ГОЛОВОЙ чьей. Разг. Экспрес. Кому либо угрожает опасность. Накануне последнего года пятилетки, четвёртого года, вокруг нашего Советского Союза очень крепко сгустились тучи, главным образом на Востоке (Киров.… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Тучи сгустились над головой — ТУЧИ СГУЩАЮТСЯ НАД ГОЛОВОЙ чьей. ТУЧИ СГУСТИЛИСЬ НАД ГОЛОВОЙ чьей. Разг. Экспрес. Кому либо угрожает опасность. Накануне последнего года пятилетки, четвёртого года, вокруг нашего Советского Союза очень крепко сгустились тучи, главным образом на… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • ТУЧИ НАД БОРСКОМ — «ТУЧИ НАД БОРСКОМ», СССР, МОСФИЛЬМ, 1960, ч/б, 86 мин. Антирелигиозная драма. Популярный годы «оттепели» сюжет, в разных вариантах передаваемый и газетами и беллетристикой, о том, как церковники и сектанты заманивают в свои сети людей, одиноких,… …   Энциклопедия кино

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»