-
41 приёмка
-и θ.λήψη, παραλαβή•приёмка товара παραλαβή εμπορεύματος•
приёмка нового здэния παραλαβή καινούριου κτιρίου•
приёмка заказа παραλαβή παραγγελίας.
-
42 принятие
-я ουδ.1. πάρσιμο• παραλαβή• λήψη•принятие назначения λήψη διορισμού•
принятие резолюции λήψη απόφασης•
принятие товара παραλαβή εμπορεύματος.
2. πρόσληψη. || δεξίωση, υποδοχή. -
43 рассчитать
-аю, -аешъ, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. υπολογίζω, λογαριάζω•-ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, πόσο πέφτει στον καθένα•
рассчитать стоимость товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος•
всё было -о όλα υπολογίστηκαν.
|| προορίζω•книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά.
2. εξοφλώ (τον απολυόμενο)•рассчитать рабочего εξοφλώ τον εργάτη.
3. αριθμώ κατά τη (γυμναστική) σύνταξη.1. ξεπλερώ-νω, εξοφλώ•рассчитать с долгами ξοφλώ με τα χρέη.
2. απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδότη.3. μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς.4. αριθμώ, μετρώ (κατά τη σύνταξη)•рассчитать по порядку номеров μετρώ κατ αύξοντα αριθμό.
-
44 расценка
-и θ.1. εκτίμηση, καθορισμός τιμής, αξίας, κόστους.2. τιμή καθορισμένη, διατίμηση•расценка работы τιμή εργασίας•
расценка товара διατίμηση εμπορεύματος (ταρίφα).
-
45 с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).I.με γεν.1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•
вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•
сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•
уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•
сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•
свергнуть с престола εκθρονίζω.
2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•
с высоты горы από την κορυφή του βουνού•
говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.
|| επίσης με ουσ. τοπικά•вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•
иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•
вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
вход со двора είσοδος από την αυλή•
окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).
|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.3. σημαίνει τόπο, προέλευση•цветы с юга λουλούδια από το νότο•
хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•
копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).
4. με σημ. λήψης• από εκ•собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•
взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.
5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•
с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.
|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•
со дня на день από μέρα σε μέρα.
6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•
устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•
умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•
покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.
7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•
с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.
8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.
|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•
убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•
узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.
|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•взять с бою παίρνω στη μάχη•
торговать с рук πουλώ στα χέρια.
|| σημαίνει τρόπο• με•прыгать с разбега πηδώ με φόρα.
II.με αιτ.1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•
с месяца ένα περίπου μήνα•
отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.
2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•
мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).
|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.
III.με οργν.1. μαζί, ομού, με• και•хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•
дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•
мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•
вы с братом εσύ και ο αδερφός•
наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•
наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).
2. με (έχοντας)•стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•
остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•
дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•
мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•
задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•
проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•
обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•
сделать с намерением κάνω σκόπιμα•
читать с выражением διαβάζω με έκφραση.
|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•
встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.
3. με ή του•авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•
у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•
с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.
4. με, κατά, εναντίον•бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•
справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.
εκφρ.что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•с целью – με σκοπό, σκόπιμα. -
46 цена
-ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.1. τιμή, τίμημα, αξία•цена товара η τιμή του εμπορεύματος•
государственная цена κρατική τιμή•
цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•
снижение цен πτώση των τιμών•
тврдая цена σταθερή τιμή.
2. εκτίμηση.3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.
|| -ой χάρη, αντί•добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•
занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.
|| μτφ. σημασία•жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•
какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;
εκφρ.в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•- ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας. -
47 эквивалентный
επ.ισοδύναμος• ισότιμος•-ые уравнения ισοδύναμες εξισώσεις•
-ая форма товара ισότιμη μορφή εμπορεύματος.
См. также в других словарях:
Товара качество — совокупность потребительских свойств товара … Энциклопедический словарь-справочник руководителя предприятия
Товара потребительские свойства — свойство товара, проявляющееся при его использовании потребителем в процессе удовлетворения потребностей … Энциклопедический словарь-справочник руководителя предприятия
ТОВАРА (РАБОТЫ УСЛУГИ) НЕДОСТАТОК — ТОВАРА (РАБОТЫ, УСЛУГИ) НЕДОСТАТОК НЕДОСТАТОК ТОВАРА (РАБОТЫ, УСЛУГИ) … Юридическая энциклопедия
ТОВАРА (РАБОТЫ УСЛУГИ) СУЩЕСТВЕННЫЙ НЕДОСТАТОК — ТОВАРА (РАБОТЫ, УСЛУГИ) СУЩЕСТВЕННЫЙ НЕДОСТАТОК СУЩЕСТВЕННЫЙ НЕДОСТАТОК ТОВАРА (РАБОТЫ, УСЛУГИ) … Юридическая энциклопедия
ТОВАРА БЕЗОПАСНОСТЬ — БЕЗОПАСНОСТЬ ТОВАРА … Юридическая энциклопедия
ТОВАРА ВЛАДЕЛЕЦ — ВЛАДЕЛЕЦ ТОВАРА … Юридическая энциклопедия
ТОВАРА ДОСТАТОЧНОЙ ПЕРЕРАБОТКИ КРИТЕРИИ — КРИТЕРИИ ДОСТАТОЧНОЙ ПЕРЕРАБОТКИ ТОВАРА … Юридическая энциклопедия
ТОВАРА ЖИЗНЕННЫЙ ЦИКЛ — ЖИЗНЕННЫЙ ЦИКЛ ТОВАРА … Юридическая энциклопедия
ТОВАРА ИДЕНТИФИКАЦИЯ ЭЛЕКТРОННАЯ — ЭЛЕКТРОННАЯ ИДЕНТИФИКАЦИЯ ТОВАРА … Юридическая энциклопедия
ТОВАРА КАЧЕСТВО — КАЧЕСТВО ТОВАРА … Юридическая энциклопедия
ТОВАРА НАЛИЧНОГО РЫНОК — РЫНОК РЕАЛЬНОГО ТОВАРА … Юридическая энциклопедия