-
101 звукоподражательный
επ. ο μιμούμενος τον ήχο.(γλωσ.) ονοματοποιητ ικός•-ые слова ονοματοποιητικές λέξεις.
-
102 значение
-я ουδ.1. σημασία, έννοια, νόημα•значение слов σημασία των λέξεων•
прямое слов κυριολεξία•
переносное значение слова μεταφορική σημασία της λέξης.
2. σπουδαιότητα•историческое значение ιστορική σημασία•
придавать значение δίνω (προσδίδω) σημασία•
это не имеет никакого -я αυτό δεν έχει καμιά σημασία•
мстного -я τοπικής σημασίας.
-
103 золотой
επ.1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•
золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.
|| χρυσαφής•-ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•
-ая рыба το χρυσόψαρο•
золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.
2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•-ые слова χρυσά λόγια•
золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•
золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.
3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•
-ая моя χρυσή μου.
εκφρ.золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•- ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•- ая молоджь – ειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•- ая рота – παλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•- ая свадьба – χρυσοί γάμοι•- ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•золотой стандарт – χρυσός κανόνας•золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•- ое время – ο πολύτιμος χρόνος•сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•- ых дел мастер – ο χρυσοχόος. -
104 избитый
επ. από μτχ.1. δαρμένος, χτυπημένος.2. κοινός, ποινοτοπικός, πεζός, τετριμμένος, καθημαζευμένος, πεπατημένος, ρουτινιέρικος•-ое выражение κοινή, (τετριμμένη) έκφραση•
избитый путь πεπατημένη οδός•
-ая дорога καθημαξευμένη οδός.
3. πασίγνωστος•-ая истина πασίγνωστη αλήθεια•
-ые слова χιλιοειπωμένα λόγια.
-
105 излететь
-ечу, -етишьρ.σ.πετώ έξω, βγαίνω εκστομίζομαι•из уст его -ли какие-то, неприятные слова εκστομίστηκαν απ αυτόν κάτι άσχημες λέξεις.
-
106 изменяемый
επ. από μτχ.μεταβλητός•-ая часть слова το μέρος της λέξης που, αλλάζε
(οι καταλήξεις). -
107 исчезнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. исчез, -ла, -лоρ.σ. αμ.εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, αόρατος• εκλείπω, χάνομαι• σβήνω• αποχωρώ απαρατήρητα, διαφεύγω, υπεκφεύγω•из виду χάνομαι από τα μάτια, γίνομαι άφαντος•
эти слова -ли у меня из памяти αυτές οι λέξεις έσβησαν από τη μνήμη μου•
всё исчезло как тень όλα χάθηκαν σαν σκιά ή έγιναν καπνός•
он исчез в толпе αυτός χάθηκε στο πλήθος.
-
108 команда
-ы θ.1. προσταγή, -γμα, διαταγή, παράγγελμα•давать -у δίνω παράγγελμα•
слова -ы οι λέξεις του παραγγέλματος.
2. διοίκηση•принять -у αναλαμβάνω τη διοίκηση.
3. απόσπασμα, τμήμα, ομάδα•команда разведчиков ομά-δαι ανιχνευτών•
сапёрная команда τμήμα μηχανικού•
пулемётная команда ομάδα πολυβόλων - пожарная команда τμήμα πυροσβεστικής•
спасительная команда τμήμα διάσωσης ή σωτηρίας•
жандармская команда απόσπασμα χωροφυλακής.
4. το πλήρωμα σκάφους.(αθλτ.) ομάδα•футбольная команда ποδοσφαιρική ομάδα.
εκφρ.как по -е – σαν με το παράγγελμα, ταυτόχρονα•доложить (донести) по -е – αναφέρω στον ανώτερο μου (διοικητή μου). -
109 крутой
επ., βρ: крут, крути, круто; круче.1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•берег κρημνώδης ακτή•
крутой подъм απότομος ανήφορος•
крутой спуск απότομος κατήφορος•
крутой поворот απότομη στροφή.
2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•-ая перемена απότομη αλλαγή•
крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.
3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•-ые меры σκληρά μέτρα•
-ые слова βαριά λόγια.
|| μτφ. δυνατός, ισχυρός•крутой мороз δυνατή παγωνιά•
крутой ветер σφοδρός άνεμος.
4. πηχτός, σφιχτός•-ая каша πηχτός χυλός•
-ое тесто σφιχτό ζυμάρι•
-ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.
εκφρ.крутой кипяток – χοχλαστό νερό. -
110 крылатый
επ., βρ: -лат, -а, -оπτερυγιοφόρος, πτεροφόρος, φτερωτός•крылатый конь (μυθολ.) φτερωτό άλογο•
-ая мысль φτερωτή σκέψη•
-ая гайка φτερυγωτό παξιμάδι, πεταλούδα•
- ые слова ή выражения πετυχημένες λέξεις, εκφράσεις.
-
111 лишить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шеюρ.σ.μ.στερώ, αποστερώ αφαιρώ•лишить свободы στερώ της ελευθερίας•
лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
-возможности στερώ της δυνατότητας•
лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•
лишить наследства αποκληρώνω•
лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.
εκφρ.лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).στερούμαι, χάνω•лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•
лишить разума χάνω το λογικό•
чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•
доверия χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ). -
112 лишний
-яя -ееεπ.1. περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός•я здесь лишний εγώ εδώ είμαι περίσσιος•
-ие деньги παραπανίσια χρήματα•
лишний раз μια φορά παραπάνω ή ακόμα•
-ие слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες.
ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό.2. άχρηστος•-ие вещи περίσσια πράγματα.
3. επιπρόσθετος• έξτρα.εκφρ.с -им – και πάνω ή παραπάνω•не -ее – δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)•позволить себе -ее – α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι. -
113 льстивый
επ., βρ: -тив, -а, -оκολακευτικός, γαλίφικος•льстивый человек κόλακας•
-ке слова κολακευτικά λόγια•
-ая улыбка κολακευτικό χαμόγελο•
-ая ласка κολακευτικό χάδι.
-
114 любезный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно1. φιλόφρονος, -νητικός, πρόσχαρος• κοπλιμεντόζικος•-ое обращение φιλόφρονη συμπεριφορά•
любезный поклон φιλόφρονη υπόκλιση•
любезный жест φιλόφρονη χειρονομία.
2. αγαπητός• αγαπημένος•любезный читатель! αγαπητέ αναγνώστη!•
любезный сын мой αγαπημένο μου παιδί•
слушай, любезный άκουσε, αγαπητέ•
-ые слова φιλοφρονητικά λόγια.
3. παλ. ερωμένος, -η, αγαπημένος, -η.εκφρ.будь -зен; будьте -зны – ευαρεστήσου ευαρεστηθήτε, έχε(τε) την καλοσύνη, την ευχαρίστηση. -
115 мастер
-а, πλθ. -а α.1. μάστορας, -ης, έμπειρος τεχνίτης•оружейный мастер οπλοποιός• οπλοδιορθωτής•
сапожный мастер υποδηματοποιός•
часовой мастер ωρολογάς.
2. δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, τεχνίτης•мастер художественного слова λογοτέχνης•
-а искусства οι καλλιτέχνες.
3. αρχιτεχνίτης, μάστορας.4. έξοχος (τίτλος αθλητικός ή σκακιστή)•заслуженный мастер спорта διακεκριμένος αθλητής.
εκφρ.мастер своего дела – δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, μάστορας στην τέχνη του•мастер на все руки – πολυτεχνίτης• χρυσοχέρης. -
116 мякнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. мяк-ла, -лоρ.δ.1. μαλακώνω•сухарь -нет в молоке η φρυγανιά μαλακώνει μέσα στο γάλα.
|| γίνομαι ήπιος•он -нет от одного лаского слова αυτός μαλακώνει μ ένα καλό λόγο,
2. αδυνατίζω, χαλαρώνω. -
117 недосказанный
επ. από μτχ.που δε λέχτηκε ολοκληρωτικά•-ые слова λέξεις που δεν ειπώθηκαν ή που αποσιωπήθηκαν.
|| μτφ. μη παραστημένος ολοκληρωτικά. -
118 нежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. προ, σφιλής, πολυφίλητος, φίλτατος•нежный друг επιστήθιος (γκαρδιακός) φίλος.
|| τρυφερός, απαλός, στοργικός, φιλόστοργος•нежный взгляд η τρυφερή ματιά•
-ые слова τρυφερά (στοργικά) λόγια.
2. μαλακός κατά την αφήν•-ая кожа το τρυφερό δέρμα.
3. ευχάριστος, χαριτωμένος μειλίχιος•нежный голос τρυφερή φωνή•
нежный вкус ευχάριστη γεύση.
4. εύθραυστος, τρυφερός. || εύ-φθαρτος (για φρούτα).5. (για ηλικία, ζωή) νεανικός, τρυφερός. -
119 нельзя
επίρ.με σημ. κατηγ.1. δεν είναι δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες δεν μπορεί είναι αδύνατον•этого нельзя сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει.
2. δεν κάνει, δεν πρέπει δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται•здесь курить нельзя εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα•
употреблять такие слова δεν πρέπει να χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις.
εκφρ.нельзя ли – δεν επιτρέπεται;επιτρέψτε•нельзя не – δεν μπορεί να μη•нельзя сказать, чтобы... – δεν μπορείς να πεις ότι... нельзя сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς να πεις ότι αυτός είχε δίκαιο•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα. -
120 непечатный
επ.άσχημος, άσεμνος, αισχρός•-ые слова αισχρόλογα•
-ая брань αισχρό υ-βριολόγιο.
См. также в других словарях:
слова́к — словак, а; р. мн. ов … Русское словесное ударение
слова — См … Словарь синонимов
Слова — мн. 1. Текст вокального произведения. 2. перен. разг. Пустые разговоры, болтовня. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
слова — алмазные (Бальмонт); бурные (Делярю); возвышенные (Доброхотов, Крюков); выцветшие (Бальмонт); гордые (Гаршин); грозные (Галина); громкие (Коринфский); громозвучные (Пушкин); жалкие (Гончаров, Достоевский, Салтыков Щедрин); заветные (Лермонтов, К … Словарь эпитетов
слова — (не) говорить дурного слова • вербализация (не) говорить худого слова • вербализация взвешивать слова • анализ вспоминать слова • повтор, знание вспоминаются слова • пассив на ся, повтор, знание вспомнились слова • пассив на ся, повтор, знание… … Глагольной сочетаемости непредметных имён
слова́ки — ов, мн. (ед. словак, а, м.; словачка, и, мн. словачки, чек, чкам, ж.). Нация, составляющая вместе с чехами основное население Чехословакии, а также лица, относящиеся к этой нации … Малый академический словарь
Слова, слова, слова — Слова, слова, слова. Ср. Пѣсня будетъ не нова; Въ ней слова, слова, слова. В. С. Курочкинъ. Старая пѣсня. Ср. Что жъ толку въ томъ? Проходятъ лѣта, Любовь по прежнему мертва... О, слово стараго поэта Слова, слова, слова. И. С. Аксаковъ. Двѣ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Слова-паразиты — «Слова паразиты» лингвистическое явление, выраженное в употреблении лишних и бессмысленных в данном контексте слов вроде «типа», «например», «как бы», «это самое», «собственно», «ну..», «так сказать»,«реальные»,«вот», «как сказать», «в… … Википедия
Слова назидания — «Слова назидания» или «Книга слов» (каз. Қара сөз, букв.: Простое слово, проза) фундаментальное произведение великого казахского акына и просветителя Абая Кунанбаева, которое состоит из 45 кратких притч и философских трактатов. В этой… … Википедия
Слова… Осколки — Слова… Осколки … Википедия
Слова нежности — Terms Of Endearment Жанр мелодрама … Википедия