-
1 силёнка
-и θ.μικρή δύναμη. -
2 сила
си́л||аж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς. -
3 потенциал
το δυναμικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потенциал
-
4 сила
-ы θ.1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•
богатырская сила ηράκλεια δύναμη•
напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.
|| μτφ. δύναμη πνευματική•душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•
умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•
сила характера δύναμη του χαρακτήρα.
2. βία•применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.
3. (τεχ.) ισχύς•сила машины ισχύς μηχανής•
падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•
центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•
сила тяжести η δύναμη του βάρους.
4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•сила государства ισχύς του κράτους•
сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•
покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•
сила слова η δύναμη του λόγου•
сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•
сила ветра η δύναμη του ανέμου•
сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•
неестественная -υπερφυσική δύναμη•
производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•
рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•
движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•
реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•
вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.
5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.
6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.εκφρ.в -у – δύσκολα, μετά βίας•в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•по -е возможности – κατά το δυνατό•под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•-ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•взять -у – κ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου. -
5 многоугольник
мат. το πολύγωνοсиловой - см. - сил - скоростей - των ταχυτήτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > многоугольник
-
6 сложение
1. мат. η πρόσθεση 2. (сигналов, сил и т.п.) η σύνθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сложение
-
7 расцвет
-
8 свыше
свыше υπεράνω, παραπάνω; πάνω από (сверх)· это \свыше моих сил είναι υπεράνω των δυνάμεων μου* * *υπεράνω, παραπάνω; πάνω από ( сверх)э́то свы́ше мои́х сил — είναι υπεράνω των δυνάμεών μου
-
9 сила
сила ж в рази. знач. η δύναμη· полный сил γεμάτος δυνάμεις; это нам не по \силаам αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μας; общими \силаами με κοινές δυνάμεις; прогрессивные \силаы οι προοδευτικές δυνάμεις; \силаы мира οι φιλειρηνικές δυνάμεις ◇ в \силау... λόγω...· \силаы быстрого развёртывания οι δυνάμεις ταχείας ανάπτυξης* * *ж в разн. знач.η δύναμηпо́лный сил — γεμάτος δυνάμεις
э́то нам не по си́лам — αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μας
о́бщими си́лами — με κοινές δυνάμεις
прогресси́вные си́лы — οι προοδευτικές δυνάμεις
си́лы ми́ра — οι φιλειρηνικές δυνάμεις
••в си́лу... — λόγω…
си́лы бы́строго развёртывания — οι δυνάμεις ταχείας ανάπτυξης
-
10 соотношение
соотношение с о συσχετισμός, η αντιστοχία· \соотношение сил о συσχετισμός των δυνάμεων* * *сο συσχετισμός, η αντιστοχίαсоотноше́ние сил — ο συσχετισμός των δυνάμεων
-
11 выше
выше1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:\выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου. -
12 из
κ. изо πρόθεσηαπό, εκ• σημαίνει:1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•
приехать из города έρχομαι από την πόλη•
извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•
поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•
достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•
река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•
вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•
выйти из терпения χάνω την υπομονή•
выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•
изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.
2. προέλευση, πηγή•знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•
цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•
из достоверных источников από έγκυρες πηγές•
человек из Парижа παριζάνος.
|| καταγωγή•из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•
он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.
|| (δια)χωρνσμό•некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•
один из них ένας απ αυτούς•
младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.
3. πολλαπλότητα σύνθεση•букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•
комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•
стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.
4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•
брошка из золота χρυσή καρφίτσα•
кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•
варенье из вишен γλυκό από βύσινα•
мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.
5. διά, με•изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.
6. ανάπτυξη•из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•
из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•
из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.
7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•из зависти από ζήλεια•
убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•
из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•
много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•
из уважения από σεβασμό.
|| παλ. στον, στην, στό•он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.
|| μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•из года в год από χρόνο σε χρόνο•
изо дня в день από μέρα σε μέρα•
из края в край από άκρη σε άκρη•
из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•
из рук в руки από χέρι σε χέρι•
из угла в угол από γωνία σε γωνία.
-
13 что
что 1чего, чему, чем, о чём αντων.1. (ερωτηματική)• τι•что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•
что случилось? τι συνέβηκε;•
что вы сказали? τι είπατε;•
что нового? τι νέα;•
о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•
что это такое? τι ειν αυτό;•
ну что? λοιπόν τι;
2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•
я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•
я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.
3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•
то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.
4. γιατί•что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•
что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•
а что? και γιατί;
5. επίρ. πόσο, τι•стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.
|| πόσος, -η, -ο•что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•
что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).
|| όσος, -η, -ο•что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.
6. κάτι (τι), τίποτε•если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•
что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.
7. τι•что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•
что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.
8. ό,τι•всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.
|| ο οποίος, -α, -ο•старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.
εκφρ.а -? – και τι;•до чего... – α) εξαιρετικά•до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).что 2ειδ. σύνδ.1. ότι, πως•я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•
говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.
2. ότι, που•я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.
3. όπως, σαν.4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).εκφρ.только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι). -
14 экономизация
-и θ.οικονομία•экономизация сил οικονομία. экономизация сил οικονομία δυνάμεων.
-
15 деятельность
1. (работа, занятие) η δραστηριότητα, η δράση 2. (ο работе каких-л. органов, о действии сил природы и т.п) η λειτουργία, η ενέργειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > деятельность
-
16 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
17 момент
1. (физ., мех.) η ροπή- затяжки (напр. винта гайки) - σύσφιξηςкинетический - см. - импульса - количества движения см. - импульса - коррекции (в гироскопических приборах) - της τροποποίησης- крена (ав.мор.) - της κλίσηςкренящий - см. - крена критический - κρίσιμη -крутящий - см. - кручения - кручения - της στρέψης, στρέφουσα -- площади статический - του εμβαδού, στατικήтормозной - του φρένου/της πέδηςугловой - см. - импульса ускоряющий - της επιτάχυνσης2. (миг, мгновение) ηστιγμή 3. (отдельная сторона какого-л. явления) τοστοιχείο, η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > момент
-
18 пара
το ζεύγος, η δυάς, η δυάδα, το ζευγάριкуперовская (элн.) - του ΚούπερРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пара
-
19 параллелизм
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параллелизм
-
20 плечо
1. тех. ο βραχίονας, ο βραχίων-восстанавливающего момента ο μοχλο-βραχίονας ευστάθειας (ανόρθωσης/επανα-φοράς)- статической остойчивости - της στατικής ευστάθειας, μετακεντρικός -2. анат. о ώμος, ο βραχίονας, ο βραχίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плечо
См. также в других словарях:
Сил — Seal Сил на концерте во Франкфурте, Германия, 2006 год Полное имя Seal Henry Olusegun Olumide Adeola Samuel Дата рождения 19 февраля 1963 (46 лет) … Википедия
Сил-Ки — англ. Seal Cay Координаты: Координаты … Википедия
силён — [сильный] … Словарь употребления буквы Ё
силіцій — іменник чоловічого роду те ж, що кремній … Орфографічний словник української мови
сил. — сил. силосная башня … Словарь сокращений и аббревиатур
СИЛ — список использованной литературы … Словарь сокращений и аббревиатур
сил — (не) жалеть сил • мало, использование (не) осталось сил • существование / создание, субъект (не) остаётся сил • существование / создание, субъект, продолжение (не) тратить сил • использование (не) щадить сил • мало, использование достаёт сил •… … Глагольной сочетаемости непредметных имён
СИЛÆМ — Нарты Уырызмæджы куыдз, зæххон куыйты фыдæл, зæххон куыйты мыггаг цы куыдзæй рацыд, уый. Йæхæдæг Дзерассæйæн равзæрд Уастырджийы егарæй. Силæмыл никæцы куыдз, никæцы сырд тых кæны, Уырызмæгимæ дзуры адæймаджы æвзагæй. Кадæг «Сосланы райгуырд æмæ… … Словарь по этнографии и мифологии осетин
сил — [سل] тиб. бемори шуш, сил будан; сил кардан касеро касеро безор кардан, ба ҷон расонидан; сил шудан а) ба бемории шуш гирифтор шудан; б) маҷ. безор шудан, ба танг омадан … Фарҳанги тафсирии забони тоҷикӣ
силӣ — I [سلي] гирифторӣ ба бемории сил, касалии сил II [سلي] кит. шаппотӣ, торсакӣ; силӣ хӯрдан тарсакӣ хӯрдан, шатта хӯрдан … Фарҳанги тафсирии забони тоҷикӣ
силён — см. сильный с инф. Силён ты спать … Словарь многих выражений