-
1 диспач
(премия за более быструю погрузку или выгрузку) η χρηματική καταβολή του πλοιοκτήτη στον ναυλωτή (διά ναυλοσύμφωνου) λόγω επίσπευσης και περάτωσης της φόρτωσης ή της εκφόρτωσης (σε χρόνο λιγότερο του κανονικού ή του συμφωνηθέντος)το ντισπάτς (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диспач