Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(обстановки)

  • 1 нормализация

    нормализация ж η. διευθέτηση, η ρύθμιση· \нормализация международной обстановки η διευθέτηση της διεθνούς καταστησης* \нормализация отношений η εξομάλυνση των σχέσεων
    * * *
    ж
    η διευθέτηση, η ρύθμιση

    нормализа́ция междунаро́дной обстано́вки — η διευθέτηση της διεθνούς κατάστησης

    нормализа́ция отноше́ний — η εξομάλυνση των σχέσεων

    Русско-греческий словарь > нормализация

  • 2 перемена

    перемена ж 1) η αλλαγή· η μεταβολή, η μετατροπή (изменение)' \перемена обстановки η αλλαγή κατάστασης 2) (в школе ) το διάλειμμα
    * * *
    ж
    1) η αλλαγή; η μεταβολή, η μετατροπή ( изменение)

    переме́на обстано́вки — η αλλαγή κατάστασης

    2) ( в школе) το διάλειμμα

    Русско-греческий словарь > перемена

  • 3 перемена

    перемена
    ж
    1. ἡ μεταβολή, ἡ μετατροπή, ἡ ἀλλαγή:
    \перемена обстановки ἡ ἀλλαγή τής κατάστασης· \перемена погоды ἡ μεταβολή τοῦ καιρού·
    2. (комплект белья, платья) ἡ ἀλλαξιά·
    3. школ. τό διάλειμμα

    Русско-новогреческий словарь > перемена

  • 4 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 5 оценка

    θ.
    1. εκτίμηση (αξίας)•

    оценка иму-шества εκτίμηση περιουσίας.

    || διατίμηση•

    оценка товаров διατίμηση εμπορευμάτων.

    2. μτφ. κρίση, αξιολόγηση•

    правильная оценка политической обстановки σωστή εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης•

    положительная оценка θετική εκτίμηση•

    отрицательная оценка αρνητική εκτίμηση•

    согласно -е σύμφωνα με την εκτίμηση ή κατά την εκτίμηση•

    дать настоящую -у чему-л. δίνω (κάνω) πραγματική εκτίμηση σε κάτι.

    || βαθμός σχολικός•

    получить хорошую -у за сочинение παίρνω καλό βαθμό στην σύνθεση (έκθεση ιδεών).

    Большой русско-греческий словарь > оценка

  • 6 перемена

    θ.
    1. αλλαγή•

    перемена квартиры αλλαγή διαμερίσματος•

    перемена профессии αλλαγή επαγγέλματος•

    перемена обстановки и климата αλλαγή περιβάλλοντος και κλίματος.

    2. μεταβολή, μετατροπή•

    резкая перемена погоды απότομη αλλαγή του καιρού•

    перемена жизни αλλαγή της ζωής.

    3. αλλαξιά•

    захвати с собой в дорогу две -ы белья πάρε μαζί σου για το δρόμο δυο αλλαξιές. εσώρουχα.

    4. παλ. • φαγητό
    5. διάλειμμα σχολικό.

    Большой русско-греческий словарь > перемена

  • 7 разрядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: - -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. καλοντύνω, στολίζω, λουσάρω.
    καλοντύνομαι, λαμπροφοριέμαι, στολίζομαι.
    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: -жен, -жена, -жено κ. разряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. απογεμίζω•

    разрядить руж απογεμίζω το όπλο.

    || αδειάζω, ρίχνω•

    разрядить ружь в мишень αδειάζω το όπλο στο στόχο.

    2. εκφορτίζω, εκκενώνω•

    разрядить аккумулятор εκκενώνω το συσσωρευτή.

    3. μτφ. χαλαρώνω, μειώνω την ένταση• εκτονώνω•

    разрядить на-гфяжнность международной обстановки δημιουργώ ύφεση στη διεθνή κατάσταση.

    4. αραιώνω τα γράμματα στις λέξεις.
    1. απογεμί-μα ι, εκκενώνομαι (για όπλο).
    2. (ηλεκτρ.) εκφορτίζομαι, εκκενώνομαι.
    3. μτφ. εκτονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разрядить

  • 8 разрядка

    θ.
    1. βλ. разряд 2
    2. μτφ. εκτόνωση, ύφεση•

    разрядка напряжнности международной обстановки ύφεση της έντασης της διεθνούς κατάστασης.

    3. αραίωση των γρα,μμάτων των λέξεων.

    Большой русско-греческий словарь > разрядка

  • 9 своеобразие

    ουδ.
    ιδιομορφία, ιδιοτυπία• ιδιορρυθμία•

    своеобразие исторической обстановки ιδιομορφία της ιστορικής κατάστασης.

    Большой русско-греческий словарь > своеобразие

  • 10 учёт

    α.
    1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•

    учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•

    учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•

    производить учёт κάνω υπολογισμό•

    не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•

    действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.

    2. εγγραφή•

    брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•

    снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•

    стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•

    состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•

    стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.

    3. (οικον.) η προεξόφληση.

    Большой русско-греческий словарь > учёт

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»