Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(новый)

  • 41 погудка

    θ. (διαλκ.) μελωδία, μοτίβο. || τραγούδι•

    старая погудка на новый лад παρμ. παλαιό τραγούδι ανανεωμένο.

    Большой русско-греческий словарь > погудка

  • 42 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 43 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 44 предложить

    -ложу, -ложишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. προσφέρω, παρέχω, δίνω•

    предложить другу-свои книги δίνω στο φίλο τα βιβλία μου.

    2. προτείνω•

    новый план προτείνω νέο σχέδιο (πλάνο)•

    предложить кандидата в депутаты προτείνω υποψήφιο για βουλευτή.

    3. επιφορτίζω δίνω (παραγγελίες για εκτέλεση). || βάζω, θέτω•

    предложить -задачу βάζω πρόβλημα (για λύση).

    εκφρ.
    предложить рукуπαλ. ζητώ το χέρι της (•ζητώ σε γάμο, κάνω πρόταση γάμου)•
    предложить тост – εγείρω πρόποση, προσφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > предложить

  • 45 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 46 путём

    επίρ.
    όπως πρέπει (χρειάζεται)•

    ничего не знает όπως χρειάζεται τίποτε δεν ξέρει.

    πρόθ. με, δια, μέσο, δια μέσου,δια της οδού, με τη βοήθεια•

    создать новый сорт пшеницы путём скрещивания φτιάχνω νέα ποικιλία σιταριού με διασταύρωση.

    Большой русско-греческий словарь > путём

  • 47 род

    -а, προθτ. о роде, в роде, в роду, на роду, πλθ. роды а.
    1. γένος• φυλή•

    член -а μέλος του γένους•

    патриархальный род πατριαρχικό γένος•

    старейшина -а αρχηγός του γένους, της φυλής.

    2. γενεαλογική προέλευση, γενολόγι, σόι•

    знатный род επιφανές γένος ή μεγάλο σόι.

    || γενεά, γενιά•

    из -а в род από γενεά σε γενεά.

    || ως επίρ. -ом την καταγωγή, το γένος, την προέλευση.
    3. (στην ταξινόμηση ζώων, φυτών)• γένος. || είδος• τύπος•

    всякого -а λογής-λογής, παντοειδής.

    4. λογοτεχνικό γένος• ύφος, στυλ.
    5. τρόπος, μορφή, χαρακτήρας•

    избрать новый род деятельности εκλέγω νέα μορφή δράσης,

    6. (γραμμ.)το γένος•

    мужской, женский, средний род αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γένος.

    εκφρ.
    род людской (человеческий) – το ανθρώπινο γένος•
    женский род – το γυναικείο φύλλο (οι γυναίκες)•
    мужской род – το αντρικό φύλλο (οι άντρες)•
    род оружия (войск) – είδος όπλου (πεζικού, πυροβολικού κ.τ.τ,)• в некотором -е ως ένα βαθμό•
    в своём -е – στο είδος του•
    в этом (таком) -е – περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω• έτσι•
    от -у – από τη γέννηση, από τότε που γεννήθηκα•
    своего -а – ως ένα βαθμό ή σημείο•
    такого -а – τέτοιου είδους•
    без -у и племени ή без -у, без племени – αγνώστου καταγωγής ή προέλευσης•
    ни -у ни племени – ολομόναχος, παντέρημος, έρημος και μόνος• σαν την καλαμιά στον κάμπο.

    Большой русско-греческий словарь > род

  • 48 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 49 совсем

    επιρ.
    εντελώς, τελείως, παντελώς, ολότελα, καθ ολοκληρία• πέρα για πέρα•

    темно εντελώς σκοτάδι•

    совсем забыл ξέχασα τελείως•

    совсем новый κατακαίνουργος•

    не совсем здоров όχι εντελώς καλά (υγιής)•

    совсем близко πάρα πολύ σιμά, πλησιέστατα, εγγύτατα•

    я его совсем не знаю δεν τον ξέρω καθόλου•

    я совсем этого не ожидал καθόλου δεν το περίμενα αυτό•

    он уехал совсем αυτός έφυγε για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > совсем

  • 50 стиль

    α.
    1. το στυλ (Τέχνης ή λόγου), ύφος λόγου•

    романтический стиль в литературе ρω-μαντικό στυλ στη λογοτεχνία•

    готический γοτθικό στυλ•

    древнегреческий стиль в архитектуре αρχαιοελληνικό στυλ αρχιτεκτον ικής•

    газетный стиль το στυλ εφημερίδων•

    лаконический λακωνικό στυλ•

    стиль фельетона στυλ επιφυλλίδας.

    2. τρόπος συμπεριφοράς, ομιλίας, ενδυμασίας κλπ. стиль руководства στυλ καθοδήγησης•

    модный стиль μοντέρνο στυλ•

    у каждого есть свой стиль ο καθένας έχει το δικό του στυλ.

    3. το σύστημα μέτρησης του χρόνου•

    старый стиль το παλιό ημερολόγιο•

    новый ή грегорианский стиль το νέο (γρηγοριανό) ημερολόγιο.

    Большой русско-греческий словарь > стиль

  • 51 счастливый

    επ., βρ: счастлив, -а, -о.
    1. ευτυχής, ευτυχισμένος•

    желаю вам -ую жизнь σας εύχομαι ευτυχισμένη ζωή•

    желаю вам новый год σας εύχομαι ευτυχισμένο τον καινούριο χρόνο.

    || ουσ. ο ευτυχής.
    2. επ. κ. ουσ. καλότυχος, καλόμοιρος.
    3. αίσιος• ευνοϊκός•

    счастливый исход αίσιο τέλος, αίσια έκβαση.

    εκφρ.
    -ливо (оставать(ся)! – χαίρετε! να είστε πά-πάντα ευτυχείς! (ευχή κατά τον αποχαιρετισμό).

    Большой русско-греческий словарь > счастливый

  • 52 тип

    α.
    1. τύπος, μοντέλο, υπόδειγμα•

    новый тип καινούριος τύπος•

    -ы пассажирских самолтов τύποι επιβατικών αεροπλάνων•

    партия нового -а κόμμα νέου τύπου.

    || τα χαρακτηριστικά, τα εξωτερικά γνωρίσματα•
    2. (φιλγ.) μορφή υποδειγματική, τύπος.
    3. άνθρωπος ιδιότυπος•

    странный тип παράξενος τύπος ανθρώπου.

    Большой русско-греческий словарь > тип

  • 53 уклад

    α.
    1. τρόπος (καθιερωμένος)• τακτική•

    новый уклад жизни καινούριος τρόπος ζωής.

    2. οικονομικό σύστημα ή μορφή•

    рабовладельческий уклад το δουλοκτητικό σύστημα•

    феодальный уклад φεουδαρχικό σύστημα•

    общественно- экономический уклад κοινώνικο-οικονομικό σύστημα.

    Большой русско-греческий словарь > уклад

См. также в других словарях:

  • НОВЫЙ — НОВЫЙ, противополжно старый, ветхий древний, давнишний, прежний, прошлый; недавно созданный, сделанный, явленный; незадолго конченный, происшедший; нашего века, этого года, месяца, дня; другой, иной, не тот, что был прежде: доселе неведомый или… …   Толковый словарь Даля

  • новый — Небывалый, новоизобретенный, новоиспеченный, новомодный, новоявленный, свежий, последний, недавний; новичок, новобранец, неофит, прозелит. Одет с иголочки (т.е. в совершенно новое платье). Пальто только что с иголки. Ср. прежний. См. другой… …   Словарь синонимов

  • НОВЫЙ — НОВЫЙ, новая, новое; нов, нова, ново, новы. 1. Впервые сделанный, недавно появившийся. «Дома новы, но предрассудки стары.» Грибоедов. Новый писатель. || Сохранивший свой первоначальный вид, не тронутый временем. Это платье еще совсем новое. 2.… …   Толковый словарь Ушакова

  • НОВЫЙ — НОВЫЙ, ая, ое; нов, нова, ново, новы и новы. 1. Впервые созданный или сделанный, появившийся или возникший недавно, взамен прежнего, вновь открытый. Новая техника. Новая книга. Н. жилец. Новая планета. Н. быт. Новые идеи. Н. смысл. Зерно нового… …   Толковый словарь Ожегова

  • Новый — Завет богословский термин, который, подобно Ветхому Завету,заключает в. себе двоякое понятие, означая 1) договор между Богом ичеловеком и 2) собрание книг, являющихся выражением этого договора. Впервом, смысле Н. Завет представляет собою… …   Энциклопедия Брокгауза и Ефрона

  • новый — новый, кратк. ф. нов, нова, ново, новы и допустимо новы; сравн. ст. новее; превосходн. ст. новейший …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • новый — обновленный — [[http://www.rfcmd.ru/glossword/1.8/index.php?a=index d=23]] Тематики защита информации Синонимы обновленный EN new …   Справочник технического переводчика

  • Новый — Новый  топоним. Содержание 1 Населённые пункты 1.1 Белоруссия 1.2 Россия 1.3 Украина …   Википедия

  • новый — вдохнуть новую жизнь • действие, каузация, повтор внедрять новые технологии • начало, использование возникла новая проблема • существование / создание, субъект встретить Новый год • ритуал встречать Новый год • ритуал вызвать новый взрыв •… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • Новый Яр — Село Новый Яр укр. Новий Яр Страна УкраинаУкраина …   Википедия

  • новый — ая, ое; нов, нова/, но/во 1) Вновь созданный, изготовленный или вновь приобретенный; не бывший или мало бывший в употреблении. Новый костюм. Новые часы. 2) Вновь открытый, изобретенный. И вот рождается новый жанр, которого не знала византийская… …   Популярный словарь русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»