Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(на+войне)

  • 1 бранный

    бранн||ый I
    прил (ругательный) ὑβριστικός:
    \бранныйые слова τά ὑβριστικά λόγια, τό ὑβρεολόγιο.
    бранный II
    прил поэт. уст. (относящийся к войне) ἀρειμάνιος, πολεμικός, φιλοπόλεμος.

    Русско-новогреческий словарь > бранный

  • 2 вспыхивать

    вспыхивать
    несов, вспыхнуть сов
    1. ἀνάβω, ἀνάπτω (об огне)/ ἀναφλέγομαι, παίρνω φωτιά (о соломе, дереве и т. п.)/ ἀνάβω ξαφνικά, ξεσπάω, ἐκρήγνυμαι (о пожаре)·
    2. перен (о войне, забастовке, эпидемии и т. п.) ξεσπάνω, ξεσπώ, ἐκρη-γνύομαι, ἐκρήγνυμαι, ἀνάβω·
    3. (краснеть) κοκκινίζω, ἐρυθριώ:
    \вспыхивать от радости κοκκινίζω ἀπό χαρά.

    Русско-новогреческий словарь > вспыхивать

  • 3 кричать

    -чу, -чишь, μτχ. ενστ. кричащий
    ρ.δ.
    1. κραυγάζω, κράζω, φωνάζω, ξεφωνίζω• βοώ.
    2. μτφ. επιπλήττω μεγαλόφωνα, μαλώνω.
    3. (προσ)καλώ, φωνάζω.
    4. μιλώ δυνατά• γράφω•

    газеты -ли о войне οι εφημερίδες κραύγαζαν για τον πόλεμο•

    все -ат о её красоте όλοι μιλούν για την ομορφιά της.

    εκφρ.
    криком -; на крик кричать – ανακραυγάζω συνεχώς.

    Большой русско-греческий словарь > кричать

  • 4 погибнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. погиб
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. погибший
    ρ.σ.
    1. βλ. гибнуть.
    2. πεθαίνω. || πέφτω, σκοτώνομαι, φονεύομαι•

    он -иб в войне αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο.

    Большой русско-греческий словарь > погибнуть

  • 5 пропасть

    θ.
    1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•

    бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.

    || γκρεμός, κρημνός•

    быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.

    2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).
    3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•

    пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•

    в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.

    4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.
    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.
    1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•

    -ло письмо χάθηκε το γράμμα•

    у меня -ла собака έχασα το σκυλί•

    всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.

    2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•

    -ли горы χάθηκαν τα βουνά•

    голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.

    || αργώ να επιστρέψω•

    он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•

    где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;

    3. καταστρέφομαι•

    цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.

    || φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•

    сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.

    4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•

    -дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).

    εκφρ.
    пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > пропасть

  • 6 ранить

    -ню, -нишь ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω•

    его -ли на войне τον τραυμάτισαν στον πόλεμο.

    2. μτφ. θίγω, προσβάλλω•

    Большой русско-греческий словарь > ранить

  • 7 участвовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. μετέχω, συμμετέχω• παίρνω μέρος•

    участвовать в войне παίρνω μέρος στον πόλεμο•

    участвовать в выборах παίρνω μέρος στις εκλογές•

    участвовать в предприятии μετέχω στην επιχείρηση•

    участвовать в работах συμμετέχω στις εργασίες•

    участвовать в расходах συμμετέχω στα έξοδα.

    2. παλ. συμπονώ, ευσπλαχνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > участвовать

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»