Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(лошадь)

  • 81 распрячь

    -ягу -яжшь, -ягут, παρλθ. χρ. распряг
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рас-пряженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    ξεζεύω•

    распрячь лошадей ξεζεύω τα άλογα.

    1. ξεζεύομαι•

    лошадь -лась το άλογο ξεζεύτηκε.

    2. αποσυνδέομαι• λύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распрячь

  • 82 рысистый

    επ., βρ: -сист, -а, -о
    με τροχασμό, με τροκ• του τροχασμού•

    -ая лошадь άλογο τροχασμού, τροκ.

    Большой русско-греческий словарь > рысистый

  • 83 рябой

    επ., ряб, ряба, рябо.
    1. βλογιάρης, ευλογιοκομμένος.
    2. παρδαλός, μπαλωματιά-ρης•

    -ая лошадь μπαλωματιάρικο άλογο.

    Большой русско-греческий словарь > рябой

  • 84 свести

    сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,
    επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•

    свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.

    2. βλ. отвести (1 σημ.),
    3. βλ. сводить 1.
    4. αναμερίζω, απομακρύνω•

    лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.

    5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•

    свести пятно βγάζω το λεκέ.

    6. κόβω (το δάσος).
    7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).
    8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•

    свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•

    -брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.

    || συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.
    9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.
    10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.
    11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•

    свести курение περιορίζω το κάπνισμα•

    свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.

    || φέρω, πε.-ριάγω.
    12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•

    свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.

    εκφρ.
    свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•
    свести с престола – εκθρονίζω•
    свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).
    1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.
    2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•

    расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.

    3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•

    серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.

    Большой русско-греческий словарь > свести

  • 85 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 86 седлистый

    επ., βρ: -лист, -а, -о
    για σέλωμα•

    -ая лошадь άλογο για σέλωμα.

    Большой русско-греческий словарь > седлистый

  • 87 серый

    επ., βρ: сер, сера, серо.
    1. φαιός, φαιόχρωμος, γκρίζος, σταχτής, τεφρός•

    -ые тучи γκρίζα σύννεφα•

    -ая погода συννεφώδης καιρός•

    -ые глаза γκρίζα μάτια•

    -ая лошадь ψαρύ άλογο.

    2. μτφ. φτωχός, γλίσχρος, πενιχρός•

    -ая книга πενιχρό βιβλίο.

    3. μτφ. απολίτιστος αμόρφωτος.

    Большой русско-греческий словарь > серый

  • 88 сильный

    επ., βρ: силен
    κ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,
    1. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    сильный человек δυνατός άνθρωπος•

    -ая лошадь γερό άλογο•

    -ая рука δυνατό χέρι•

    -ая крепость ισχυρό φρούριο•

    -ое государство ισχυρό κράτος•

    сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.

    2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•

    сильный ветер σφοδρός άνεμος•

    -ое желание μεγάλη επιθυμία•

    -ое лекарство δραστικό φάρμακο•

    сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.

    || υγιής, γερός•

    -ые лгкие γερά πνευμόνια.

    3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•

    сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•

    у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.

    4. καλός•

    сильный ученик δυνατός μαθητής•

    -пловец καλός κολυμβητής.

    εκφρ.
    -ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•
    сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•
    иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα.

    Большой русско-греческий словарь > сильный

  • 89 скаковой

    επ.
    ιπποδρομικός, για καλπασμό•

    -ая лошадь άλογο ιπποδρομιών ή της κούρσας•

    -ые соревнования αγώνες ιπποδρομίας.

    Большой русско-греческий словарь > скаковой

  • 90 спокойный

    επ. βρ: -коен, -койна, -койно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος• ατάραχος•

    -ое море γαληνεμένη θάλασσα•

    -ые движения ήρεμες κινήσεις•

    спокойный тон ήρεμος τόνος•

    -ая жизнь ήσυχη ζωή•

    спокойный сон ήσυχος ύπνος•

    -ая старость ήσυχα γηρατιά•

    спокойный характер ήσυχος χαρακτήρας.

    2. φρόνιμος•

    спокойный ребнок ήσυχο παιδάκι.

    || ήμερος, πράος•

    -ая лошадь ήμερο άλογο.

    3. ελεύθερος, ευρύχωρος• βολικός, άνετος•

    -ая обувь ευρύχωρα παπούτσια•

    -ое кресло άνετη πολυθρόνα.

    εκφρ.
    - ая совесть – ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.

    Большой русско-греческий словарь > спокойный

  • 91 справный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно (απλ.) καλός (σε καλή κατάσταση)•

    -ая лошадь καλό άλογο•

    -ая одада καλή ενδυμασία.

    || ευκατάστατος, εύπορος•

    справный хозяин καλός νοικοκύρης.

    Большой русско-греческий словарь > справный

  • 92 стянуть

    стяну, стянешь, παθ. μτχ. стянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω-стянуть пояс σφίγγω τη ζώνη•

    стянуть ремень σφίγγω το λω-ρί.

    || τεντώνω.
    2. συσφίγγω με•

    стянуть ремнм συσφίγγω με λωρί•

    стянуть болтами συσφίγγω με μπουλόνια.

    3. συνδέω, ενώνω τεντώνοντας•

    стянуть концы оборванного провода τεντώνοντας συνδέω τις άκρες του κομμένου καλωδίου.

    || μαζεύω, συμπτύσσω, κάνω σούρα•

    стянуть шов при строчке μαζεύω τη ραφή κατά το γάζωμα.

    || απρόσ. σουφρώνω•

    стянуть губы σουφρώνω τα χείλη.

    || απρόσ. τεντώνω (από σπασμό)•

    -ло ногу τέντωσε το πόδι.

    4. συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω•

    штаб -ул сюда главные силы το επιτελείο τράβηξε εδώ τις κύριες δυνάμεις.

    5. παίρνω, αφαιρώ τραβώντας•

    стянуть одеяло τραβώ το πάπλωμα-- скатерть со стола παίρνω τραβώντας το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι.

    || βγάζω τραβώντας•

    стянуть перчатку βγάζω το γάντι•

    стянуть сапоги βγάζω τις μπότες.

    6. (απλ.) παίρνω ζητώ χρηματικό ποσό•

    сколько с него за лошадь -ли? πόσο του ζήτησαν για το άλογο;

    7. κλέβω.
    1. σφίγγομαι• τεντώνω, -ομαι, δένομαι, γερά. || ενώνομαι, συνδέομαι.
    2. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι.
    3. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стянуть

  • 93 тереть

    тру, тршь, παρλθ. χρ. трл
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тртый, βρ: трт
    -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. τρίβω• μαλάσσω•

    тереть глаза τρίβω τα μάτια•

    тереть спинку мочалкой τρίβω τη ράχη με το σφουγγάρι,

    2. μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια•

    тереть сыр τρίβω κεφαλοτϋρι•

    тереть морковь τρίβω καρότο.

    || χτυπώ, προξενώ πόνο•

    сапог трёт η μπότα με χτυπά.

    1. τρίβομαι, μαλάσσομαι•

    тереть полотенцем τρίβομαι με την πετσέτα•

    тереть мазью τρίβομαι με την αλοιφή.

    2. ξύνομαι•

    лошадь тртся о дерево το άλογο ξύνεται στο δέντρο.

    3. στριφογυρίζω, συχνάζω, βρίσκομαι.
    4. τρίβομαι (σε λεπτά τεμάχια).

    Большой русско-греческий словарь > тереть

  • 94 убить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•

    его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•

    охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•

    убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.

    2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•

    убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•

    убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.

    || μαραζώνω•

    убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•

    она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.

    || καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•

    печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.

    3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•

    убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    время σκοτώνω τον καιρό.

    4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).
    5. (απλ.) χτυπώ•

    он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•

    убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.

    εκφρ.
    - убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).
    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω.
    2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές.

    Большой русско-греческий словарь > убить

  • 95 уздцы

    στην έκφρ: под уздцы κοντά στη στομίδα•

    уздцы держать лошадь под уздцы κρατώ το άλογο με το χέρι κοντά στη στομίδα.

    Большой русско-греческий словарь > уздцы

  • 96 хороший

    επ., βρ: -ρόπΐ
    -έ, -ό.
    1. καλός•

    -человек καλός άνθρωπος•

    -ая лошадь καλό άλογο•

    хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•

    -аппетит καλή όρεξη•

    хороший совет καλή συμβουλή•

    хороший конец καλό τέλος•

    -ая мысль καλή σκέψη•

    -пример καλό παράδειγμα•

    -ее настроение καλή διάθεση•

    -ая погода καλός καιρός.

    || πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•

    хороший организатор καλός οργανωτής•

    хороший музыкант καλός μουσικός.

    -ее ουσ. ουδ. το καλό.
    2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•

    -ие деньги καλά χρήματα•

    хороший рост καλό ανάστημα.

    || γερός, δυνατός•

    получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.

    3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.
    4. προσφιλής, αγαπητός.
    εκφρ.
    по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα.

    Большой русско-греческий словарь > хороший

  • 97 чистить

    чищу, чистишь, παθ. μτχ. чищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. καθαρίζω, παστρεύω•

    чистить дно канала καθαρίζω το βυθό της διώρυγας•

    чистить дорогу καθαρίζω το δρόμο•

    чистить себе уши καθαρίζω τ αυτιά, μου•

    чистить ногти καθαρίζω τα νύχια•

    чистить щткой καθαρίζω με τη βούρτσα (βουρτσίζω)•

    чистить зубы щткой καθαρίζω τα δόντια με την οδοντόβουρτσα•

    чистить лошадь скребницей ζυστρίζω το άλογο.

    || λουστρίζω•

    чистить сапоги λουστρίζω τις μπότες.

    2. αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω•

    чистить фрукты καθαρίζω τα φρούτα.

    || εκκοκκίζω, ξεκοκκίζω•

    чистить горошек ξεκοκκίζω τα μπιζέλια.

    || αφαιρώ το τσόφλι, ξετσοφλίζω•

    чистить яйцо ξετσοφλίζω το αυγό•

    чистить чешуго απολεπίζω•

    чистить перья μαδίζω•

    чистить внутренностей αφαιρώ (βγάζω) τα εντόσθια (ξεκοιλιάζω).

    3. μτφ. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση, εξυγίανση•

    чистить партию κάνω εκκαθάριση στο κόμμα•

    чистить государственный аппарат κάνω εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού.

    4. μτφ. κατακλέβω, λεηλατώ, απογυμνώνω.
    5. μαλώνω,βρίζω, ξετινάζω. || χτυπώ, δέρνω.
    καθαρίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > чистить

  • 98 чистокровна

    -ηα.κ.θ. καθαρόαιμος, -η (όχι από διασταύρωση)•

    чистокровна лошадь καθαρόαιμο άλογο.

    Большой русско-греческий словарь > чистокровна

См. также в других словарях:

  • Лошадь — ? Лошадь домашняя Лошадь домашняя (Equus caballus) Научная классификация Царство: Животные Тип: Хордовые …   Википедия

  • ЛОШАДЬ — жен. лошадка, дочка, душка; лошаденка, ночка; лошадища; вообще конь; особ. не жеребец и не кобыла, мерин. По употребленью бывает: упряжная, верховая, вьючная; а первая: коренная, пристяжная, дышельная, выносная (подседельная и подручная). Он… …   Толковый словарь Даля

  • ЛОШАДЬ — ЛОШАДЬ, лошади, мн. лошади, лошадей, твор. лошадьми, жен. (тюрк., ср. казах. alasa). 1. Домашнее животное, ходящее в упряжи или под седлом. Рабочая лошадь. Верховая лошадь. Пара лошадей. Беговая лошадь. Кавалерийская лошадь. Строевая лошадь.… …   Толковый словарь Ушакова

  • лошадь — (верховая, выезженная, вьючная, доброезжая, упряжная), конь (битюк, рысак, скакун, коренник (коренная), пристяжная; жеребец, жеребенок, кляча, кобыла, мерин, пони, иноходец), буцефал, пегас, россинант; одер. Подобранная пара или тройка лошадей… …   Словарь синонимов

  • лошадь —     ЛОШАДЬ, конь, рысак, скакун, ирон. росинант, трад. поэт. сивка бурка, устар. буцефал, разг. лошаденка, разг., пренебр. кляча, разг. коняшка, разг. одер, разг. саврас и разг. савраска, разг. сивка и разг. сивко, разг. сниж. коняга и разг. сниж …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • Лошадь — ЛОШАДЬ. Родиною Л. принято считать Азію (Иранъ), но новѣйшія научн. данныя дѣлаютъ несомнѣннымъ, что и въ Европѣ, до переселенія въ нее народовъ изъ Азіи, существовала своя Л. Въ какую эпоху произошло прирученіе Л., неизвѣстно; но это животное мы …   Военная энциклопедия

  • Лошадь — (Equus caballus; евр. сус, параш, рэкэш; греч. гиппос). Находки, сделанные при раскопках Ура, показывают, что Л. была известна в Месопотамии как упряжное животное уже в середине III тысячел. до Р.Х. Свидет вом существования митаннийско… …   Библейская энциклопедия Брокгауза

  • ЛОШАДЬ — ЛОШАДЬ, и, мн. и, ей, ям, дьми и дями, ях, жен. Крупное непарнокопытное животное сем. лошадиных. Домашняя л. Дикая л. Верховая л. Пара лошадей. Запрягать лошадей. Седлать л. Ехать на лошадях. Работать как л. (много и тяжело). Ну и л. эта баба (о… …   Толковый словарь Ожегова

  • лошадь — лошади, мн. лошади, лошадей, твор. лошадьми, ж. [тюрк., ср. казах. – alasa]. 1. Домашнее животное, ходящее в упряжи или под седлом. 2. только мн. Конный экипаж (разг.). Лошади поданы. Большой словарь иностранных слов. Издательство «ИДДК», 2007 …   Словарь иностранных слов русского языка

  • лошадь — ЛОШАДЬ, и, ж. 1. Большая некрасивая женщина. 2. только мн., и, ей. Лошадиные силы У тебя сколько лошадей? (о мощности мотора) …   Словарь русского арго

  • лошадь — О быстроте, характере бега; о силе, физическом состоянии, о норове лошади. Быстроногая, быстрая, выносливая, горячая, двужильная (разг.), доброезжая (устар.), загнанная, заморенная (разг.), запаленная, застоялая, изнуренная, капризная, крепкая,… …   Словарь эпитетов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»