Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(личное)

  • 1 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 2 имущество

    η περιουσία, το υλικό, ο εξοπλισμός
    личное - τα ατομικά είδη, η ιδιοκτησία
    спасательное - мор. τα (ναυαγοσωστικά είδη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > имущество

  • 3 местоимение

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > местоимение

  • 4 налог

    ο φόρ/ος
    льготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλεια
    необлагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνση
    облагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόρο
    освобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλεια
    - на добавленную стоимость (НДС) - προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > налог

  • 5 письмо

    1. (умение, навыки писать, а также само написание) η γραφή, το γράψιμο 2. (система графических знаков, употребляемых для писания) η γραφή
    иероглифическое - см. идеографическое -
    пиктографическое - см. пиктография
    слоговое - см. силлабическое -
    3. (почтовое отправление) το γράμμα, η επιστολή
    срочное - επείγων - 4 (официальный документ) η επιστολ/ή, το γράμμα
    отправить - στέλνω/αποστέλλω την -
    подлинник - а см. оригинал - а подписать - υπογράφω την -
    посылать - στέλνω/αποστέλλω την -
    -
    подтверждающее фрахтование -, η οποία επιβεβαιώνει την ναύλωση
    сопроводительное - το συνοδευτικό γράμμα 5 (стиль манера художественного изображения) η τεχνοτροπία, το στυλ

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо

  • 6 приглашение

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приглашение

  • 7 присутствие

    1. (личное пребывание) η παρουσία 2. (наличие чего-л. в чём-л., где-л.) η ύπαρξη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присутствие

  • 8 общение

    общение с η επαφή, η συναναστροφή* личное \общение η προσωπική επαφή
    * * *
    с
    η επαφή, η συναναστροφή

    ли́чное обще́ние — η προσωπική επαφή

    Русско-греческий словарь > общение

  • 9 движение

    движени||е
    с
    1. τό κίνημα, ἡ κίνηση[-ις]:
    вращательное \движение ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное \движение ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в \движение θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в \движение μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные \движениея спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·
    2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση [-ις]:
    революционное \движение τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее \движение τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное \движение τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное \движение сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· \движение сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·
    3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση [-ις]:
    автомобильное \движение ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων у́личное \движение ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного \движениея οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное \движение ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων \движение судов ἡ κυκλοφορία σκαφών.

    Русско-новогреческий словарь > движение

  • 10 местоимение

    местоимение
    с грам. ἡ ἀντωνυμία:
    личное \местоимение ἡ προσωπική ἀντωνυμία· притяжательное \местоимение ἡ κτητική ἀντωνυμία· указательное \местоимение ἡ δεικτική ἀντωνυμία· относительное \местоимение ἡ ἀναφορική ἀντωνυμία· вопросительное \местоимение ἡ ἐρωτηματική ἀντωνυμία· неопределенное \местоимение ἡ ἀόριστη ἀντωνυμία

    Русско-новогреческий словарь > местоимение

  • 11 общение

    общение
    с ἡ ἐπικοινωνία, ἡ ἐπαφή, ἡ личное \общение ἡ πΡ°σωπικί1

    Русско-новогреческий словарь > общение

  • 12 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 13 местоимение

    ουδ. (γραμμ.) αντωνυμία•

    личное местоимение προσωπική αντωνυμία•

    вопросительные -я ερωτηματικές αντωνυμίες•

    определительные -я οριστικές αντωνυμίες•

    неопределённые -я αόριστες αντωνυμίες•

    относительные -я αναφορικές αντωνυμίες•

    притяжательные -я κτητικές αντωνυμίες•

    указательные -я δεικτικές αντωνυμίες.

    Большой русско-греческий словарь > местоимение

  • 14 общение

    ουδ.
    επικοινωνία, επαφή, σχέση, συναναστροφή συνάφεια•

    тесное общение στενή σχέση•

    общение с людми επικοινωνία με τους ανθρώπους (κοινωνικότητα)•

    личное общение προσωπική επαφή•

    непосредственное общение άμεση επαφή.

    Большой русско-греческий словарь > общение

  • 15 оружие

    ουδ.
    1. όπλο• όπλα•

    огнестрельное оружие πυροβόλο όπλο•

    холодное оружие όπλα κοφτερά, δίκοπα•

    атомное оружие ατομικό όπλο (πυρηνικό)•

    химическое оружие χημικό όπλο•

    личное -ατομικό όπλο (φερόμενο από κάθε οπλίτη)•

    к -ю)! στα όπλα! (παράγγελμα)•

    браться (взять(ся) за оружие παίρνω τα όπλα•

    призывать к.-ю καλώ στα όπλα.

    2. μτφ. (στρατ.) σώμα (πεζικό, πυροβολικό κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > оружие

См. также в других словарях:

  • Личное — Personal Effects Жанр …   Википедия

  • личное — принять личное участие • действие …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • Личное имя — Личное имя  социолингвистическая единица, разновидность имени собственного, один из главных персональных языковых идентификаторов человека или какого либо одушевлённого существа. Содержание 1 Прозвище как личное имя 2 Дополнительные име …   Википедия

  • Личное дело судьи Ивановой (фильм) — Личное дело судьи Ивановой Жанр мелодрама Режиссёр Илья Фрэз В главных ролях Наталья Гундарева Сергей Шакуров …   Википедия

  • Личное дело судьи Ивановой — Жанр мелодрама Режиссёр Илья Фрэз В главных ролях Наталья Гундарева Сергей Шакуров …   Википедия

  • Личное дело капитана Рюмина — В главных ролях Сергей Маховиков Анна Ковальчук Татьяна Колганова Страна …   Википедия

  • Личное поручительство — Личное поручительство  одна из мер пресечения, предусмотренная уголовно процессуальным законодательством и применяемая в отношении подозреваемого, обвиняемого в совершении преступления. Личное поручительство заключается в письменном… …   Википедия

  • Личное имя фараона — Личное имя в иероглифах Личное имя давалось фараону при рождении и являлось одним из пяти имён царского титула в Древнем Египте. Самому имени предшествовал заголовок «Сын Ра», написанный иероглифом утки («за»), который являлся омонимом для слова …   Википедия

  • личное/индивидуальное соревнование — личное первенство индивидуальная гонка соревнование в одиночном разряде [Департамент лингвистических услуг Оргкомитета «Сочи 2014». Глоссарий терминов] EN Тематики спорт (общая терминология) Синонимы индивидуальная гонкаличное… …   Справочник технического переводчика

  • Личное Страхование — См. Страхование личное Словарь бизнес терминов. Академик.ру. 2001 …   Словарь бизнес-терминов

  • ЛИЧНОЕ СТРАХОВАНИЕ ОТ БОЛЕЗНЕЙ — (private health insurance) Форма страхования, покрывающая расходы на лечение в частных медицинских учреждениях и все обычные дополнительные затраты. Сюда входят: оплата пребывания в палате частной клиники или больницы Системы национального… …   Словарь бизнес-терминов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»