Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(квартиру)

  • 1 переезд

    переезд м 1) (место ) το πέρασμα 2) (действие) η μετακίνηση· η μεταφορά, η μετακόμιση (на другую квартиру)
    * * *
    м
    1) ( место) το πέρασμα
    2) ( действие) η μετακίνηση; η μεταφορά, η μετακόμιση ( на другую квартиру)

    Русско-греческий словарь > переезд

  • 2 переезжать

    переезжать, переехать μετακινούμαι* μεταφέρομαι, με· τακομίζω (на другую квартиру)
    * * *
    = переехать
    μετακινούμαι; μεταφέρομαι, μετακομίζω ( на другую квартиру)

    Русско-греческий словарь > переезжать

  • 3 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 4 въезжать

    въезжать
    несов
    1. εἰσέρχομαι, μπαίνω (μέ μεταφορικό μέσο)·
    2. (поселяться) ἐγκαθίσταμαι:
    \въезжать в новую квартиру ἐγ-καθίσταμαι σέ καινούριο διαμέρισμα·
    3. (подниматься) ἀνεβαίνω (μέ μεταφορικό μέσο):
    \въезжать на гору ἀνεβαίνω στό βουνό.

    Русско-новогреческий словарь > въезжать

  • 5 занимать

    занимать I
    несов (брать взаймы) δανείζομαι, παίρνω δανεικά.
    занима||ть II
    несов
    1. καταλαμβάνω, πιάνω, κρατώ:
    \занимать много места πιάνω πολύ τόπο· \занимать квартиру из трех комнат κρατῶ διαμέρισμα μέ τρία δωμάτια· \занимать первое место (на соревнованиях и т. п.) παίρνω (или καταλαμβάνω) τήν πρώτη θέση· \заниматьйте места! καταλάβατε τίς θέσεις!·
    2. (завоевывать) καταλαμβάνω, παίρνω, κυριεύω:
    \занимать город за городом κυριεύω τή μιά πόλη μετά τήν ἄλλη·
    3. (интересозать) ἀπασχολώ:
    эта мысль меня очень \заниматьет αὐτή ἡ σκέψη μέ ἀπασχολεί πολύ·
    4. (развлекать) διασκεδάζω κάποιον:
    \занимать гостей διασκεδάζω τους μουσαφίρηδες· ◊ у меня дух \заниматьет, когда... μου κόβεται (или πιάνεται) ἡ ἀνασα, ὀταν...

    Русско-новогреческий словарь > занимать

  • 6 перебираться

    перебираться
    несов
    1. (переправляться) διαβαίνω, περνώ:
    \перебираться на другой берег реки διαβαίνω τό ποτάμί
    2. (переселяться) μετακομίζω (άμετ.) μετακομίζομαι, μεταφέρομαι:
    \перебираться на новую квартиру μετακομίζομαι σέ καινούργιο σπίτι, ἀλλάζω σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > перебираться

  • 7 переезд

    переезд
    м
    1. ἡ διάβαση [-ις], ἡ μετάβαση ἀπό ἐνα(ν) τόπο σέ ἄλλον/ ὁ διάπλους (по воде)·
    2. (переселение) ἡ ἀνα-χώρηση [-ις], ἡ μετοίκηση [-ις], ἡ μετοικεσία, ἡ μετάθεση / ἡ μετακόμιση [-ις] (на другую квартиру)·
    3. ж.-д. σημείο διασταυρώσεως δρόμου μέ σιδηροδρομική γραμμή.

    Русско-новогреческий словарь > переезд

  • 8 переменить

    переменить
    сов ἀλλάζω, ἀλλάσσω, μεταβάλλω:
    \переменить белье ἀλλάζω ἀσπρόρρουχα· \переменить квартиру ἀλλάζω διαμέρισμα \перемениться ἀλλάζω (άμετ.), μεταβάλλομαι:
    \перемениться к лучшему (худшему) ἀλλάζω προς τό καλύτερο (χειρότερα)· ветер переменился ὁ ἀέρας γύρισε· ◊ \перемениться в лице χάνω τό χρῶμα μου.

    Русско-новогреческий словарь > переменить

  • 9 переселение

    переселен||ие
    с
    1. (на другое место) ἡ μετανάστευση[-ις], ἡ μετοίκηση [-ις]·
    2. (на другую квартиру) ἡ μετακόμιση [-ις], ἡ μετοίκηση[-ΐζ]. ἡ μετοικεσία.

    Русско-новогреческий словарь > переселение

  • 10 переселить

    переселить
    сов, переселять несов
    1. (на другое место) μετατοπίζω κάποιον
    2. (на другую квартиру) κάνω νά μετακομίσει.

    Русско-новогреческий словарь > переселить

  • 11 переселиться

    переселить||ся
    1. (на другое место) μεταναστεύω, μετοικώ, ἀποδημῶ·
    2. (на другую квартиру) μετακομίζω, ἀλλάζω κατοικία.

    Русско-новогреческий словарь > переселиться

  • 12 приискать

    приискать
    сов, приискивать несов βρίσκω, εὐρίσκω, ἐξευρίσκω:
    \приискать квартиру βρίσκω διαμέρισμα.

    Русско-новогреческий словарь > приискать

  • 13 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 14 законспирировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ. τηρώ, κρατώ μυστικό•

    законспирировать явочную квартиру κρατώ μυστικιά τη γιάφκα.

    Большой русско-греческий словарь > законспирировать

  • 15 заплатить

    -плачу, -платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заплаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. πληρώνω•

    заплатить за покупки πληρώνω για τα ψώνια.

    || εξοφλώ, ξειτλερώνω•

    заплатить по счету εξοφλώ το λογαριασμό•

    заплатить долг εξοφλώ το χρέος•

    заплатить за квартиру πληρώνω το ενοίκιο του διαμερίσματος.

    2. μτφ. ανταποδίδω•

    ты за это дорого -платишь θα το πληρώσεις ακριβά αυτό (που έκανες)•

    заплатить жизнью, головой πληρώνω με τη ζωή, το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > заплатить

  • 16 нанять

    найму, наймшь, παρλθ. χρ. нанял, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нанявший, μτχ. παρλθ. χρ. нанятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μισθώνω, προσλαμβάνω, παίρνω•

    нанять рабочих μισθώνω εργάτες.

    2. (ε)νοικιάζω, παίρνω δίνοντας ενοίκιο•

    нанять квартиру νοικιάζω διαμέρισμα.

    μισθώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > нанять

  • 17 натопить

    -оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натопленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    καίω θερμαίνω, ζεσταίνω•

    натопить печь καίω τη θερμάστρα ή το φούρνο•

    натопить квартиру θερμαίνω το διαμέρισμα.

    καίω θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.
    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. натопить).
    1. λιώνω, ρευστοποιώ (πολύ, πολλά)•

    натопить воску λιώνω πολύ κηρί•

    натопить кастрюлю жиру λιώνω μια κατσαρόλα λίπος.

    2. διαλύω• ετοιμάζω•

    натопить молоко ετοιμάζω (διαλύοντας γάλα συμπυκνωμένο).

    λιώνω, τήκομαι, ρευστοποιούμαι•

    из снега -лось ведро воды από το χιόνι βγήκε.(έλιωσε) ένας κουβάς νερό.

    Большой русско-греческий словарь > натопить

  • 18 обмерить

    ρ.σ.μ.
    1. μετρώ, καταμετρώ•

    обмерить поле μετρώ το χωράφι•

    обмерить квартиру μετρώ το χώρο του διαμερίσματος.

    2. κλέβω, τρώγω στο μέτρημα, στο μέτρο.
    λαθεύω κάνω λάθος στο μέτρημα.

    Большой русско-греческий словарь > обмерить

  • 19 обставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.
    2. επιπλώνω•

    обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.

    || εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.
    3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•

    обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.

    4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.
    5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.
    6. (εξ)απατώ.
    1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.
    2. επιπλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обставить

  • 20 очистить

    очищу, очистишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καθαρίζω, παστρεύω•

    очистить двор καθαρίζω την αυλή•

    очистить сапоги от грязи καθαρίζω τις μπότες από τις λάσπες•

    очистить дно бассеина καθαρίζω τον πυθμένα της δεξαμενής.

    || κάνω τι διαυγές. || μτφ. απαλλάσσω•

    очистить язык от излишних иностранных слов καθαρίζω τη γλώσσα από τις περισσές ξένες λέξεις.

    || μτφ. εξαγνίζω.
    2. ξεφλουδίζω απολεπίζω αφαιρώ το τσόφλι.
    3. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση (από τους ανίκανους, ανεπιθύμητους κ.τ.τ.). || εγκαταλείπω• αδειάζω•

    жильцы -ли квартиру οι ενοικιαστές μας άδειασαν το διαμέρισμα.

    4. τρώγω, αδειάζω•

    он -ил две тарелки кашу αυτός καταβρόχθισε δυο πιάτα κουρκούτι.

    || εκκενώνω•

    очистить почтовый ящик αδειάζω το γραμματοκιβώτιο.

    5. (απλ.) κατακλέβω.
    6. παλ. απαλλάσσω (από χρέη).
    1. καθαρίζω, καθαρίζομαι•

    спирт -лся το οινόπνευμα καθάρισε (έγινε διαυγές)•

    воздух -лся ο αέρας καθάρισε•

    нбо -лось ο ουρανός (ξε)καθάρισε.

    || μτφ. αποκαθαίρομαι, εξαγνίζομαι.
    2. παλ. μένει κέρδος, όφελος.

    Большой русско-греческий словарь > очистить

См. также в других словарях:

  • The Sims 2: Переезд в квартиру — Разработчик …   Википедия

  • С квартиры на квартиру — Виктор Михайлович Васнецов С квартиры на квартиру, 1876 Холст, Масло. 54×67 см Государст …   Википедия

  • Тото ищет квартиру (фильм) — Тото ищет квартиру Toto cerca casa Жанр комедия Режиссёр Стено Марио Моничелли Продюсер Антонио …   Википедия

  • Человек с ордером на квартиру — Człowiek z M 3 Жанр комедия Режиссёр Леон Жанно Автор сценария Ежи Яницкий, Леон Жанно …   Википедия

  • Тото ищет квартиру — Toto cerca casa Жанр комедия Режиссёр Стено Марио Моничелли Продюсер Антонио Мамбретти …   Википедия

  • вставший на квартиру — прил., кол во синонимов: 10 • вселившийся (19) • вставший на постой (10) • …   Словарь синонимов

  • ставший на квартиру — прил., кол во синонимов: 10 • вселившийся (19) • вставший на квартиру (10) • …   Словарь синонимов

  • ПРАВО СОБСТВЕННОСТИ НА ЖИЛОЙ ДОМ (КВАРТИРУ) — в соответствии со ст. 272 ГК собственник осуществляет права владения, пользования и распоряжения принадлежащим ему жилым помещением в соответствии с его назначением. Жилые помещения предназначены для проживания граждан. Гражданин собственник… …   Юридический словарь современного гражданского права

  • встававший на квартиру — прил., кол во синонимов: 8 • вселявшийся (14) • встававший на постой (8) • …   Словарь синонимов

  • поставивший на квартиру — прил., кол во синонимов: 10 • взявший на постой (4) • поместивший (68) • …   Словарь синонимов

  • ставивший на квартиру — прил., кол во синонимов: 9 • вселявший (48) • помещавший (59) • помещавший на жител …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»