Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(зверя)

  • 1 промысел

    1. (ремесло или другое занятие как источник средств к существованию) η τέχνη, η βιοτεχνία 2 (добывание рыбы, птицы, зверя и т.п. ловлей, охотой) το κυνήγι και η αλιεία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промысел

  • 2 вой

    вой
    м τό ούρλιασμα, ἡ ὠρυγή (зверя)/ τό βουητό (ветра):
    поднять \вой а) οὐρλιάζω, ὠρύομαι, б) перен βάζω τίς φωνές, σηκώνω φασαρία.
    вой II
    (частица) ἐκεϊ:
    \вой там внизу νά ἐκεϊκάτω· \вой он νάτος.

    Русско-новогреческий словарь > вой

  • 3 выследить

    выследить
    сов, выслеживать несов ἀνιχνεύω, παρακολουθώ, ἀνακαλύπτω τά ίχνη/ Ιχνηλατώ, κυνηγώ (зверя).

    Русско-новогреческий словарь > выследить

  • 4 затравить

    затравить
    сов
    1. (зверя) κυνηγώ·
    2. перен καταδιώκω.

    Русско-новогреческий словарь > затравить

  • 5 подсиживать

    подсижива||ть
    несов I. (подстерегать) παραμονεύω, στήνω ἐνέδρα:
    \подсиживатьть зверя βάζω καρτέρι τό θηρίο·
    2. перен σκάζω μιά βρωμοδουλειά:
    \подсиживатьть кого-л. σκάζω μιά βρωμοδουλειά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > подсиживать

  • 6 преследовать

    преследовать
    несов
    1. καταδιώκω, κυνηγώ:
    \преследовать зверя θηρεύω, κυνηγώ· \преследовать врага по пятам καταδιώκω τόν ἐχθρό κατά πόδας·
    2. (подвергать гонениям) διώκω, κατατρέχω·
    3. (о законе) διώκω:
    \преследовать в судебном порядке διώκω ποινικώς·
    4. (донимать\преследовать о мыслях и т. п.) κυνηγώ, καταδιώκω, βασανίζω:
    эта мысль \преследоватьует меня ἡ ίδέα αὐτη μέ καταδιώκει·
    5. (стремиться к чему-л.) ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ:
    \преследовать цель ἐπιδιώκω, ἀποσκοπώ, ἀποβλέπω· \преследовать собственные интересы ἐπιδιώκω τά ἀτομικά μου συμφέροντα

    Русско-новогреческий словарь > преследовать

  • 7 усмирить

    усмирить
    сов, усмирять несов
    1. (подавлять) καταστέλλω, καταπνίγω:
    \усмирить мятеж καταστέλλω τήν ἐξέγερση·
    2. (успокаивать, укрощать) καταπραΰνω, καθησυχάζω, κατευνάζω:
    \усмирить зверя δαμάζω τό θηρίο.

    Русско-новогреческий словарь > усмирить

  • 8 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 9 выцелить

    ρ.σ.μ. σκοπεύω, ματιάζω, σημαδεύω•

    выцелить зверя σκοπεύω το θηρίο.

    Большой русско-греческий словарь > выцелить

  • 10 натравить

    -авлю, -авишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натравленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρορμώ εξωθώ, υποκινώ, σπρώχνω•

    натравить собак на зверя παρορμώ τα σκυλιά κατά του θηρίου•

    они -ли на него соседа αυτοί παρότρυναν εναντίον του το γείτονα.

    2. δηλητηριάζω μαζικά, εξολοθρεύω, καταστρέφω.
    3. χαράσσω με καυστικό υγρό.

    Большой русско-греческий словарь > натравить

  • 11 обойти

    обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдя
    ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•

    обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.

    || (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.
    2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.
    3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•

    он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.

    5. (εξ)απατώ•

    его обошли τον αξαπάτησαν.

    1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•

    обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.

    2. κοστίζω, στοιχίζω•

    обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.

    3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.

    || τα καταφέρνω•

    без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.

    || αρκούμαι, περνώ, πορεύω.
    4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•

    без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.

    5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•

    всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.

    6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.
    7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обойти

  • 12 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 13 покорить

    -рю, -ршь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. покоренный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.μ.
    1. καταχτώ• υποτάσσω, υποδουλώνω•

    покорить страну υποτάσσω τη χώρα.

    (κυρλξ. κ. μτφ.) δαμάζω•

    покорить зверя δαμάζω το θηρίο•

    покорить силы природы δαμάζω τις δυνάμεις (στοιχεία) της φύσεις.

    2. μτφ. αιχμαλωτίζω, γοητεύω, θέλγω, μαγεύω.
    εκφρ.
    покорить сердце – καταχτώ την καρδιά.
    καταχτιέμαι, υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    -рю, -ришь ρ. σ.μ.
    βλ. корить με σημ. λίγο, ενίοτε.

    Большой русско-греческий словарь > покорить

  • 14 преследование

    ουδ.
    καταδίωξη, κυνήγημα•

    преследование врага καταδίωξη του εχθρού•

    преследование зверя κυνήγημα του θηρίου.

    || μτφ. δίωξη, κατα-τρεγμάς•

    -я коммунистов διώξεις κομμουνιστών.

    εκφρ.
    уголовное преследование – ποινική δίωξη•
    судебное преследование – δικαστική δίωξη•
    мания -я – μανία καταδίωξης.

    Большой русско-греческий словарь > преследование

  • 15 преследовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.μ.
    1. καταδιώκω, κυνηγώ•

    преследовать зверя κυνηγώ το θηρίο•

    врага καταδιώκω τον εχθρό.

    || καταδιώκω από κοντά, παίρνω καταπόδι, από το κοντό.
    2. ενοχλώ, δεν αφήνω ήσυχο•

    меня не перестат преследовать мысль о болезни δεν με αφήνει ήσυχο η σκέψη για την αρρώστεια.

    3. διώκω, κατατρέχω•

    -демократов διώκω τους δημοκράτες.

    4. διώκω (νομικώς)•

    преследовать по суду διώκω δικαστικώς•

    преследовать судебным порядком διώκω με τη δικαστική οδό.

    5. επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω, βάζω για σκοπό•

    преследовать свой интересы βάζω για σκοπό τα συμφέροντα μου.

    καταδιώκομαι, κυνηγιέμαι. || διώκομαι, κατατρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ.

    Большой русско-греческий словарь > преследовать

  • 16 разверстый

    επ. από μτχ.
    ανοιχτός•

    -ая пасть зверя το ανοιχτό στόμα του θηρίου•

    -ые объятия ανοιχτές αγκαλιές.

    Большой русско-греческий словарь > разверстый

  • 17 усмирить

    -ρί)
    -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усмиренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    1. εξημερώνω, δαμάζω, τιθασεύω•

    усмирить зверя εξημερώνω το θηρίο.

    || καθησυχάζω•

    усмирить буяна καθησυχάζω τον ταραξία.

    || συμφιλιώνω. || μτφ. κατευνάζω, καταπραΰνω.
    2. καταστέλλω, καταπνίγω• υποτάσσω•

    усмирить мятеж καταστέλλω την ανταρσία.

    1. φρον ιματίζομαι, συνετίζομαι, συμμορφώνομαι• φρονιμεύω•

    буян -лся ο ταραξίας συμμορφώθηκε.

    2. παλ. υποτάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > усмирить

См. также в других словарях:

  • Зверя травят не собаками, выездом. — Зверя травят не собаками, выездом. См. УЧЕНЬЕ НАУКА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Зверя бьют - поры ждут. — Не поймав, щиплешь. Зверя бьют поры ждут. См. ПОМОЩЬ КСТАТИ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Зверя знак —  ♦ (ENG beast, mark of the)    см. Начертание зверя …   Вестминстерский словарь теологических терминов

  • зверя се — гл. пуля се, блещя се, опулвам се, кокоря се, изкокорвам се, изблещвам се, изпулвам се, ококорвам се гл. гледам с широко отворени очи, шаря с очи …   Български синонимен речник

  • Число зверя — …   Википедия

  • Число Зверя — особое число, упоминаемое в Библии, под которым скрыто имя апокалиптического зверя; нумерологическое воплощение ставленника сатаны. Число зверя равно 666. Число 666 очень часто используемый элемент сатанинской атрибутики, наряду с перевёрнутым… …   Википедия

  • Ярость зверя — Primal Rage Жанр фильм ужасов триллер фантастика Режиссёр …   Википедия

  • Ярость зверя (фильм) — Ярость зверя Primal Rage Жанр фильм ужасов триллер фантастика Режиссёр Витторио Рамбальди Автор сценария …   Википедия

  • Страшнее бабы зверя нет — Альбом Бахыт Компот Дата выпуска 1997 Записан 1997 Жанр рок, поп рок, new wave Продюсер …   Википедия

  • Око зверя — Eye of the Beast Жанр …   Википедия

  • Природа зверя (фильм, 1995) — Отчаянная компания / Природа зверя The Nature of the Beast Жанр триллер Режиссёр Виктор Сальва …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»