Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(делать+что-л)

  • 21 трафарет

    трафарет
    м
    1. (модель, шаблон) ὁ τύπος, τό καλούπι:
    наносить узо́р по \трафарету διαχρωματίζω·
    2. перен ἡ τυποποίηση:
    делать что́-л. по \трафарету κάνω κάτι τυποποιημένα.

    Русско-новогреческий словарь > трафарет

  • 22 указка

    указ||ка
    ж (палка) ἡ βέργα, ὁ ἐνδεί-κτης· ◊ делать что-л. по чужой \указкаке κάνω κάτι μέ ξένη ὑπόδειξη.

    Русско-новогреческий словарь > указка

  • 23 неохотно

    επίρ.
    ανόρεχτα, χωρίς διάθεση,άκεφα•

    делать что неохотно κάνω κάτι ανόρεχτα.

    Большой русско-греческий словарь > неохотно

  • 24 сапожник

    α.
    1. παπουτσής, τσαγκάρης• επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής.
    2. (αιτλ.) ατζαμής, αδαής.
    εκφρ.
    как сапожник (делать что) – ατζαμιδικα (κάνω κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > сапожник

  • 25 не

    не I
    частица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):
    я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·
    2. в составе сложных союзов:
    не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.
    не II
    (отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:
    не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν.

    Русско-новогреческий словарь > не

  • 26 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 27 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 28 намереваться

    намереваться σχεδιάζω, σκοπεύω" что вы \намереватьсяетесь делать? τι σκοπεύετε (или σχεδιάζετε) να κάνετε;
    * * *
    σχεδιάζω, σκοπεύω

    что вы намерева́етесь де́лать? — τι σκοπεύετε ( или σχεδιάζετε) να κάνετε

    Русско-греческий словарь > намереваться

  • 29 намерен:

    намерен:
    быть \намерен:ным сделать что́-л.. σκοπεύω, ἔχω σκοπό[ν] νά κάνω κάτι· что вы \намерен:ы делать? τί σκοπεύετε νά κάνετε;· я не \намерен: говорить об этом δέν ἔχω σκοπό νά μιλήσω γΓ αὐτό τό πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > намерен:

  • 30 начинать

    начинать
    несов ἀρχίζω, ἀρχινώ, ἀρχομαι:
    \начинать что́-л. делать ἀρχίζω νά κάνω κάτι· \начинать все сначала ἀρχινώ ὀλα ἀπό τήν ἀρχή· \начинать что́-л. впервые πρωταρχίζω κάτι· начинает вечереть ἀρχίζει νά βρα-δυάζει (или νά σουρουπώνει).

    Русско-новогреческий словарь > начинать

  • 31 сделать

    сдела||ть
    сов см. делать· \сделать вывод βγάζω τό συμπέρασμα· \сделать предупреждение κά(μ)νω προειδοποίηση, προειδοποιώ· я \сделатьл все, что мог ἔκαμα δτι μποροδσα (или τό παν)· он \сделатьл вид, что не понимает ἐκανε πώς δέν καταλαβαίνει· ◊ сказано \сделатьно разг ἄμ· £πος, ἄμ' ἔργον.

    Русско-новогреческий словарь > сделать

  • 32 следовать

    след||овать
    несов
    1. (идти следом) ἀκολουθώ, ἔπομαν
    2. (наступать, происходить после кого-л., чего-л.) διαδέχομαι, ἔρχομαι κατόπιν, ἐπακολουθώ:
    события \следоватьовали одно за другим τά γεγονότα διαδέχονταν τό ἕνα τό ἀλλο·
    3. (поступать согласно чему-л.) ἀκολουθώ:
    \следовать велениям долга ὑπείκω στά κελεύσματα τοῦ καθήκοντος μου· \следовать обычаям τηρώ τά Εθιμα· \следовать примеру ἀκολουθώ τό παράδειγμα·
    4. (отправляться, ехать) κατευθύνομαι, μεταβαίνω:
    поезд \следоватьует в Афины τό τραίνο κατευθύνεται στήν 'Αθήνα·
    6. (быть следствием, вытекать из чего-л.) βγαίνω, προκύπτω, ἔπομαι, συνεπάγομαι:
    отсюда \следоватьует вывод, (что...) ἀπό δῶ βγαίνει τό συμπέρασμα (ὅτι...), ἐξ αὐτοῦ προκύπτει (δτι...)· что из этого \следоватьует? τί οὐμπέρασμα βγαίνει;, κι ἔπειτα;·
    6. безл (нужно, должно):
    \следоватьует πρέπει, δέον Работу \следоватьует закончить τἡν δουλειά πρέπει νά τήν τελειώσεις· тебе не \следоватьует Зтого делать δέν πρέπει νά τό κάνεις αὐτό· этого \следоватьовало ожидать (έπρεπε αὐτό νά τό περιμένουμε·
    7. безл (причитаться):
    с него \следоватьует еще пятьсот драхм (αὐτός) πρέπει νά πληρώσει ἀκόμη πεντακόσιες δραχμές· сколько с меня \следоватьует? πόσα χρ(ε)ωστῶ;, πόσα ὁφείλω νά πληρώσω;· ◊ как \следоватьует ὅπως πρέπει, ὅπως ταιριάζει, δεόντως· отругать как \следоватьует τοῦ τά ψέλνω ὅπως πρέπει.

    Русско-новогреческий словарь > следовать

  • 33 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 34 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 35 там

    επίρ.
    1. εκεί, σε κείνο το μέρος•

    я там долго жил εκεί έζησα πολύν καιρό•

    кто -? ποιος είν εκεί;•

    там я провл свою молодость εκεί πέρασα τα νεανικά μου χρόν ια• -• наверху εκεί επάνω•

    там внизу εκεί κάτω•

    там же στο ίδιο μέρος.

    2. μετά, έπειτα, ύστερα•

    там видно будет μετά θα δούμε•

    там посмотрим, что делать μετά θα δούμε τι θα κάνομε.

    3. επιτακ. μόριο• τι λες (εκεί)• (περιφρ.) κάτι τιποτένιο, αμφίβολο, αόριστο.
    εκφρ.
    там и тут; там и сям; —сям; тут и там – εκεί κι εδώ• εδώ και κει•
    то тут, то -; то, то тут; то, то сям – ποτ εδώ, ποτ εκεί• πότ εκεί, πότ εδώ•
    что тамκ. чего там τίποτε δεν είναι εκεί (μη φοβάσαι, μη ντρέπεσαι, μη συστέλλεσαι).

    Большой русско-греческий словарь > там

  • 36 только

    1. επίρ, μόνο, μονάχα• όλο-όλο•

    у меня только два рубля έχω μόνο δυο ρούβλια•

    он может это делать μόνο αυτός μπορεί να το φτιάξει.

    2. σύνδ. όμως, αλλά•

    я согласен, только не сейчас είμαι σύμφωνος, όμως όχι τώρα.

    || μόλις, πριν λίγο, τώρα δα•

    только раздался звонок τώρα δα (μόλις) χτύπησε το κουδούνι.

    3. μόριο• λίγο, λιγάκι•

    подумайте -! σκεφτήτε λίγο!•

    попробуй это сделать! δοκίμασε λίγο να το κάνεις! || μόριο επιτακτικό• και•

    каких только книг он не читал και τι βιβλία αυτός δε διάβασε•

    где только он не бывал! και πουαυτός δεν πήγε!•

    от куда только это бертся? Και από που αυτό εδώ;

    εκφρ.
    только и – μόνο, μονάχα (και τίποτε άλλο)•
    только и всего; и только – αυτό όλο-κι όλο, αυτό και μόνο•
    только что – τώραμόλις, τώρα δα•
    только что не... – α) σχεδόν όχι, μόνο που δεν... β) παρ ολίγο να μη, μόνο που.

    Большой русско-греческий словарь > только

  • 37 запас

    1. (то, что запасено) το απόθεμα
    пополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - τα
    малые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - τα
    неизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -
    неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - τα
    неисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы
    2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο
    - плавучести η εφεδρική πλευστότητα/άντωση
    - подъёмной силы ав. η δύναμη άντωσης/ανύ-ψωσης
    - по ёмкости (тлф.) η χωρητικότητα
    - устойчивости - σταθερότητας/ευστάθειας
    4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запас

  • 38 предложение /

    1. (действие, то, что предлагается) η πρόταση
    встречное - η αντιπρόταση, αντίθετη -
    данное - παρούσα -, συγκεκριμένη -
    2. (эк) (цены, товара) η προσφορ/ά, η πρόταση
    делать - κάνω/υποβάλλω -
    изменять - αλλάζω/τροποποιώ την -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение /

  • 39 пропускать

    1. (давать пройти, проникать сквозь себя) διαπερνώ 2. (проводить, напр. ток) μεταδίδω, άγω 3. (не замечать, упускать) παραλείπω 4. (воду, воздух) διαρ-ρέ/ω
    прокладка на коллекторе - ет воздух αέρας - ει από το παρέμβυσμα στο συλλέκτη
    5. (канат через блок) περνώ (το σκοινί στην τροχαλία) 6. (закладывая, засыпая во что-л., подвергать обработке) επεξεργάζομαι 7. (подвергать рассмотрению кем-л.) εξετάζω, ελέγχω, περνώ, υποβάλλω выдавать дорогу кому-, чему-л.) αφήνω, επιτρέπω, αναμερώ, αναμερίζω 9. (делать пропуск, пробел) αφήνω κενό/διάκενο 10. (не являться куда-л.) απουσιάζω, είμαι απών.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропускать

  • 40 раздувать

    1. (притоком воздуха усилить горение) φυσώ, αυξάνω τη φλόγα με αύξηση της παροχής του αέρα 2. (увеличивать объём, надувать наполнять воздухом) φουσκώνω, εμφυσώ 3. (бюджет, счета и т.п.) διογκώνω
    παραφουσκώνω
    4. (рассеивать что-л. лёгкое) (δια)σκορπίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздувать

См. также в других словарях:

  • Делать, что огонь, так и с делом-то в огонь. — Делать, что огонь (т. е. спешно), так и с делом то в огонь. См. ПОРА МЕРА СПЕХ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Делать что на живую нитку — Дѣлать (шить) что на живую нитку (иноск.) наскоро, кое какъ. Гдѣ сшито на живую нитку, тамъ жди прорѣхи. Ср. Es ist mit der heissen Nadel genäht …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • не моги делать что-л. — не моги делать что л. осмеливаться Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • мастер делать что-л. — мастер делать что л. См …   Словарь синонимов

  • не моги делать что-л — См …   Словарь синонимов

  • на всю, илиполную катушку делать что-либо — прост. До конца, предельно, полностью, вовсю делать что либо. Есть несколько версий происхождения этого оборота: 1. Выражение вошло в современную речь из языка связистов во время Великой Отечественной войны, а затем расширило свое значение. 2.… …   Справочник по фразеологии

  • делать что-л. как бог на душу положит — Как вздумается, как придётся …   Словарь многих выражений

  • Что делать? (Ленин) — Что делать? Автор …   Википедия

  • делать нечего — что же делать, что делать, никуда не денешься, ничего не попишешь, ничего не поделаешь, ну что ж, необходимо, надо, что же, нужно, что поделаешь Словарь русских синонимов. делать нечего нареч, кол во синонимов: 13 • беспол …   Словарь синонимов

  • Что делать? — Название знаменитого социально политического романа (1863) Николая Гавриловича Чернышевского (1828 1889). Основной вопрос, который в 60 70 е гг. XIX в. обсуждался в кружках молодежи, был, как пишет революционер П. Н. Ткачев, «вопрос о том, что… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • что же — делать нечего, что, по какой причине, какими судьбами, отчего, в честь какого праздника, ничего не попишешь, необходимо, нужно, зачем, ничего не поделаешь, никуда не денешься, что делать, что поделаешь, что же делать, почему, ну что ж, надо,… …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»