Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(газет)

  • 1 газета

    газет||а
    ж ἡ ἐφημερίδα [-ίς]:
    стенная \газета ἡ ἐφημερίδα τοῦ τοίχου· по сообщению газет κατ' ἀνακοίνωση των ἐφημερίδων.

    Русско-новогреческий словарь > газета

  • 2 газетный

    газет||ный
    прил τής ἐφημερίδας:
    \газетныйная статья τό αρθρο ἐφημερίδας· \газетныйный стиль τό δημοσιογραφικό στυλ· \газетныйная бумага ὁ τυπογραφικός χάρτης· \газетныйный киоск τό περίπτερο ἐφημερίδων.

    Русско-новогреческий словарь > газетный

  • 3 газетчик

    газет||чик
    м
    1. (продавец) ὁ ἐφημεριδοπώλης·
    2. (сотрудник газеты) разг ὁ δημοσιογράφος, ὁ ἐφημεριδογράφος.

    Русско-новогреческий словарь > газетчик

  • 4 газетчик

    газетчик м (продавец газет ) ο εφημεριδοπώλης
    * * *
    м
    ( продавец газет) ο εφημεριδοπώλης

    Русско-греческий словарь > газетчик

  • 5 выписка

    1. (выдержка, цитата) το απόσπασμα 2. (какого-л. документа) η έκδοσ/η 3. (документ, часть текста) το αντίγραφο
    - о состоянии депозитного счёта η κατάσταση/κίνηση των καταθέσεων
    4. (газет, журналов) η συνδρομή 5. (напр. из больницы) το εξιτήριο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выписка

  • 6 подшивка

    1. тех. το σανίδωμα 2. (зашивание, пришивание) το ράψιμο 3 (газет, документов и т.п.) η συρραφή (εφημερίδων, εγγράφων κ.λπ)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подшивка

  • 7 заметка

    заметка ж 1) το σημείω μα, η σημείωση делать \заметкаи κρατώ σημειώσεις 2) (газет ноя ) το άρθρο
    * * *
    ж
    1) το σημείωμα, η σημείωση

    де́лать заме́тки — κρατώ σημειώσεις

    2) ( газетная) το άρθρο

    Русско-греческий словарь > заметка

  • 8 выписка

    выписка
    ж
    1. (из книг, документов) τό ἀπόσπασμα, ἡ περικοπή (συγγράμματος, βιβλίου κ.λ.π.)/ канц. τό ἀπόσπασμα, τό ἀντίγραφον:
    \выписка из метрической книги τό ἀντίγραφον μητρώου γεννήσεως·
    2. (газет, журналов) ἡ συνδρομή·
    3. (из больницы и т. п.) τό ἐξιτήριο[ν], ἡ ἀπόλυση.

    Русско-новогреческий словарь > выписка

  • 9 вычитать

    вычитать I
    несов
    1. мат ἀφαιρώ, βγάζω, ὑφαιρῶ·
    2. (удерживать) κρατώ, κάνω κράτηση.
    вычитать II
    сов, вычитывать несов
    1. узнавать при чтении) διαβάζω κάπου или βρίσκω κάπου γραμμένο):
    \вычитать из газет διαβάζω στήν ἐφημερίδα·
    2. (рукопись) παραβάλλω, ἐλέγχω (τό χειρόγραφο).

    Русско-новогреческий словарь > вычитать

  • 10 подшивка

    подшивка
    ж
    1. (действие) τό ντύσιμο, ἡ κρασπέδωση, τό ράψιμο[ν] / τό κράσ-πεδο[ν], τό φοδράρισμα (подкладки)·
    2. (у платья) ὁ γόρος·
    3. (газет, бумаг) ἡ σειρά, ἡ συλλογή.

    Русско-новогреческий словарь > подшивка

  • 11 разносчик

    разносчик
    м:
    \разносчик газет ὁ ἐφημεριδοπώλης· \разносчик пи́сем ὁ γραμματοκομιστής, ὁ ταχυδρόμος.

    Русско-новогреческий словарь > разносчик

  • 12 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 13 выписка

    -1и θ.
    1. αντιγραφή (περικοπής, αποσπάσματος).
    2. αντίγραφο περικοπής. || έκδοση, δόσιμο•

    выписка квитанции έκδοση απόδειξης.

    || εγγραφή συνδρομητή•

    выписка газет εγγραφή συνδρομητών στις εφημερίδες.

    3. περικοπή, απόσπασμα, χωρίο.
    4. εξιτήριο νοσοκομείου.

    Большой русско-греческий словарь > выписка

  • 14 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 15 разносчик

    α.
    -ца, -ы θ.
    1. κομιστής, διανομέας•
    ταχυδρόμος•

    разносчик посылок διανομέας δεμάτων.

    2. πωλητής πλανόδιος•

    разносчик газет πλανόδιος εφημεριδοπώλης.

    Большой русско-греческий словарь > разносчик

  • 16 читка

    θ.
    1. διάβασμα, ανάγνωση.
    2. διάγνωση, μάντευμα από ενδείξεις, σημεία.
    3. φωναχτό διάβασμα•

    коллективная читка газет ομαδικό διάβασμα εφημερίδων.

    Большой русско-греческий словарь > читка

См. также в других словарях:

  • газетёр — газетёр …   Словарь употребления буквы Ё

  • газет. — газет. газетное слово (§14) Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • газетёнка — газет/ёнк/а …   Морфемно-орфографический словарь

  • газетёнка — газетёнка, газетёнки, газетёнки, газетёнок, газетёнке, газетёнкам, газетёнку, газетёнки, газетёнкой, газетёнкою, газетёнками, газетёнке, газетёнках (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

  • газетёнка — газетёнка, и, род. п. мн. ч. нок …   Русский орфографический словарь

  • газетёнка — газетёнка …   Словарь употребления буквы Ё

  • газетёнка — (1 ж); мн. газетёнки, Р. газетёнок …   Орфографический словарь русского языка

  • газетёнка — см. газета; и; ж.; уничиж. Бульварная газетёнка …   Словарь многих выражений

  • газет — сөйл. Җәмгыять тормышындагы яңалыкларны, агымдагы вакыйгаларны яктыртып бару максаты белән системалы рәвештә зур табаклы кәгазьдә чыгарыла торган вакытлы матбугат басмасы …   Татар теленең аңлатмалы сүзлеге

  • газет — з.б.п., ттæ …   Орфографический словарь осетинского языка

  • Автомат по продаже газет — в Германии Автомат по продаже газет (газетомат, газета + автомат) торговый автомат, предназначенный для распространения газет …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»