Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(в+землю)

  • 41 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 42 вколотить

    -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -лоченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. μπήγω•

    вколотить гвозды χτυπώ καρφιά•

    вколотить кол в землю μπήγω πάσσαλο στη γη.

    2. (απλ.) βάζω, τυπώνω στο μυαλό, στο κεφάλι (με επίμονες επαναλήψεις).
    εκφρ.
    вколотить себе в голову – τυπώνω στο μυαλό μου•
    -ил себе в голову, будто его преследуют – του τυπώθηκε στο μυαλό πως τον καταδιώκουν.

    Большой русско-греческий словарь > вколотить

  • 43 возделывать

    ρ.δ.μ.
    1. καλλιεργώ•

    возделывать землю, поле καλλιεργώ τή γη, το χωράφι.

    2. παράγω•

    районы -вающие хлопчатника περιοχές που παράγουν βαμπάκι.

    καλλιεργούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > возделывать

  • 44 врыть

    врою, вроешь, ρ.σ.μ. βάζω σε σκαμμένο μέρος, στερεώνω•

    врыть столб βάζω στήλο.

    σκάβοντας μπαίνω μέσα•

    крот -лся в землю ο τυφλοπόντικας μπήκε στη γη.

    Большой русско-греческий словарь > врыть

  • 45 встряхнуть

    -ну, -нёшь, ρ.σ.μ.
    1. τινάζω, δονώ, σείω•

    встряхнуть пальто τινάζω το πανωφόρι•

    встряхнуть голову τινάζω το κεφάλι•

    взрыв -ул землю η έκρηξη έσεισε τη γη.

    2. μτφ. αφυπνίζω, ξυπνώ.
    3. απρόσ. ανατινάζω, τραντάζω•

    телегу -ло на мосту το αμάξι τράνταξε στο γεφύρι.

    1. τινάζομαι, σείομαι, σειέμαι, δονούμαι•

    птица -лась το πουλάκι τινάχτηκε,

    2. μτφ. αφυπνίζομαι, ξυπνώ. || διασκεδάζω.

    Большой русско-греческий словарь > встряхнуть

  • 46 грох

    επιφ. με σημ. κατηγ. μπουμ•

    я грох об землю μπουμ σωριάοτηκα καταγής.

    Большой русско-греческий словарь > грох

  • 47 жаловать

    -лую, -луешь, ρ.δ.
    1. μ. παλ. βραβεύω. || μτφ. αμοίβω, δωρίζω (για υπηρεσίες κ.τ.τ.)• жаловать кому землю ή кого землею δωρίζω σε κάποιον γη. || προάγω, απονέμω τίτλο ή βαθμό.
    2. αγαπώ, δείχνω ευμένεια ή προσοχή,
    3. παλ. έρχομαι, επισκέπτομαι•

    он редко к нам -ет αυτός αραιά μας επισκέπτεται.

    1. παραπονούμαι, λέγω τα παράπονα μου, τον πόνο μου• πονώ•

    он -ется, что писем не получает αυτός παραπονείται, ότι δεν παίρνει γράμματα•

    врач спросил больного: на что вы -тесь? ο γιατρός ρώτησε τον άρρωστο: τι σας πονά;

    2. μηνύω, καταγγέλλω.

    Большой русско-греческий словарь > жаловать

  • 48 засыпать

    засы/ пать 1
    -плю, -плешь, προστκ. засыпь
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω•

    засыпать яму, ров, могилу γεμίζω το λάκκο, την τάφρο, τον τάφο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    дорога засыпана листьями ο δρόμος σκεπάστηκε από φύλλα.

    || απρόσ. землю -ло пушистым снегом η γη σκεπάστηκε με αφράτο χιόνι•

    глаза -ло песком τα μάτια γέμισαν άμμο.

    3. μτφ. παρέχω άφθονα•

    засыпать подарками γεμίζω με δώρα.

    || βάζω, στέλλω απανωτά•

    его -ли вопросами του έβαλαν βροχή ερωτήματα•

    его -ли жалобами του έφαγαν τ’ αυτιά με τα παράπονα.

    4. ρίχνω•

    засыпать уголь в топку βάζω κάρβουνα στη θερμάστρα•

    засыпать чаю ρίχνω στεγνό τσάι.

    5. αρχίζω να ρίχνω κλπ. ρ. βλ. сыпать.
    1. πέφτω, εισδύω•

    песок -лся за воротник ο άμμος μου πήγε στο λαιμό.

    2. γεμίζω, σκεπάζομαι με•

    дорожка -лась сухими листьями ο δρομάκος σκεπάστηκε με ξηρά φύλλα.

    3. αρχίζω να ρίχνομαι κλπ. ρ. βλ. сыпаться 1
    засыпа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. заснуть.
    засыпа/ть 3
    ρ.δ.
    βλ. заспать.
    засыпа/ть 4
    ρ.δ.
    βλ. засыпать.

    Большой русско-греческий словарь > засыпать

  • 49 земля

    -и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.
    1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•

    земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.

    2. η ξηρά.
    3. έδαφος•

    плодородная земля εύφορη γη•

    бесплодная земля άγονη γη•

    песчаная земля αμμώδες έδαφος•

    пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•

    обетованная земля γη της επαγγελίας•

    национализация -и εθνικοποίηση της γης•

    церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•

    колхозная земля κολχόζνικη γη.

    || χώμα•

    жирная земля παχύ χώμα•

    рыхлая земля αφράτο χώμα•

    бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•

    лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.

    || χώρα, τόπος, κράτος•

    он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•

    необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.

    4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.
    εκφρ.
    словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•
    -и под собой не слышать ή не чуятьκ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.
    θ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «З».

    Большой русско-греческий словарь > земля

  • 50 ковырять

    ρ.δ.
    1. μ. ανασκαλεύω, σκαλίζω• - хлеб σκαλίζω το ψωμί•

    ковырять в носу ανασκαλίζω τη μύτη•

    ковырять в ушах ανασκαλίζω τ αυτιά•

    землю ανασκαλεύω το χώμα.

    2. μτφ. αργοδουλεύω, οκνεύω, -ομαι.
    εκφρ.
    ковырять лапти – (απλ.) πλέκω ή διορθώνω λάπτι (βλ. липоть).
    1. ανασκαλεύω, ανασκαλίζω.
    2. διορθώνω αργά, αβίαστα (μηχανή κ.τ.τ.). φροντίζω συνεχώς ή κάνω επιμελημένη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > ковырять

  • 51 копать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. копанный, βρ:: -пан, -а, -о.
    1. σκάβω•

    копать землю σκάβω τη γή•

    копать огород σκάβω τον κήπο•

    канаву σκάβω χαντάκι.

    2. ξεχώνω, ξεθάβω• εξορύσσω.
    1. ανασκαλίζω, ανασκαλεύω, ψάχνω. || μτφ. ανερευνώ, εξετάζω λεπτομερώς.
    2. ψιλοδουλεύω, ψιλοκοσκινίζω• αργώ, βραδύνω•

    не -айся, кончай работу скорей μην αργείς, τέλειωνε τη δουλειά γρήγορα.

    3. σκάβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > копать

  • 52 метать

    мечу, мечешь; μτχ. ενστ. мечущий, επιρ. μτχ. меча
    ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    землю из ямы πετώ χώμα από το λάκκο•

    метать копьё ρίχνω ακόντιο•

    метать гранаты ρίχνω χειροβομβίδες•

    метать взор, взгляд ρίχνω βλέμμα, ματιά.

    2. παρασύρω• σκορπίζω. || διαχέω.
    3. ωοτοκώ•

    икру γονοβολώ, γονεύω.

    εκφρ.
    метать пар – οργώνω χωράφι από αγρανάπαυση•
    метать бисер перед свиньямиπαρμ. τα άγια τοις κυσί.
    πηγαίνω πέρα-δώθε, κινούμαι άτακτα περιφέρομαι, στριφογυρίζω. || παλ. ρίχνομαι προς...• метать в глаза βλ. έκφρ. στη λ. броситься.
    -аю, -аешь; μτχ. ενστ. метающий, επιρ. μτχ. метая
    ρ.δ.μ.
    τρυπώνω, ράβω αραιά και πρόχειρα.
    εκφρ.
    метать петли – α) ράβω κουμπότρυπες, β) κάνω κλωθογύρες (για χάσιμο των ιχνών).
    τρυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > метать

  • 53 мотыжить

    -жу, -жишь
    ρ.δ.μ. σκαλίζω•

    мотыжить землю σκαλίζω τη γη•.

    Большой русско-греческий словарь > мотыжить

  • 54 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 55 насытить

    -ыщу, -ытишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насыщенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χορταίνω•

    насытить голодного χορταίνω τον πεινασμένο•

    насытить землю водой χορταίνω τη γη με νερό.

    2. εφοδιάζω πλήρως•

    насытить библиотеку произведениями классиков εφοδιάζω τη βιβλιοθήκη με έργα κλ,ασσικά (κλασσικών συγγραφέων).

    || μτφ. ικανοποιώ πλήρως.
    3. υπερπληρώ, πληρώ κατά κόρο.
    1. χορταίνω, τρώγω κατά κόρο. || μτφ. ικανοποιούμαι πλήρως.
    2. μτφ. πληρούμαι•

    земля -лэсь водой η γη χόρτασε νερό•

    воздух постепенно -лся вредными испарениями ο αέρας βαθμιαία γέμισε από βλαβερές αναθυμιάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > насытить

  • 56 небо

    -а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•

    голубое небо γαλάζιος ουρανός•

    поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•

    облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.

    εκφρ.
    это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•
    превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•
    -у жарко (будет, станетκ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•
    как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•
    (отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•
    между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•
    попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•
    упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας.

    Большой русско-греческий словарь > небо

  • 57 низвести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. низвл
    -вела, -до, μτχ. παρλθ. χρ. низведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. низведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    низвести на пол κατεβάζω στο πάτωμα.

    2. μτφ. μειώνω, υποβιβάζω• υποτιμώ ταπεινώνω.
    εκφρ.
    низвести с нба на землюπαλ. κατεβάζω από τα νέφη στην γή (στην πραγματικότητα), προσγειώνω στην πραγματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > низвести

  • 58 обвалить

    -алю, -алишь, παθ. μτχ. обваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω, κατρακυλώ•

    обвалить камни κατρακυλώ πέτρες.

    2. πασπαλίζω, (πασ)αλείφω περιβάλλω•

    обвалить избу землю αλείφω την ίζμπα με λασπόχωμα.

    γκρεμίζομαι, κατρακυλώ. || αποσπώμαι, αποκόβομαι κατά τεμάχια, τρίβομαι, πέφτω.

    Большой русско-греческий словарь > обвалить

  • 59 обработать

    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)
    επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύω•

    обработать деталь δουλεύω το εξάρτημα•

    обработать кожу αργάζω το δέρμα•, обработать кислотой επεξεργάζομαι με οξύ•

    обработать статью δουλεύω το άρθρο.

    || καθαρίζω•

    обработать рану καθαρίζω την πληγή.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) καλλιεργώ•

    обработать землю καλλιεργώ τη γη•

    обработать свой стиль καλλιεργώ το δικό μου στυλ.

    3. μτφ. δουλεύω, κάνω του χεριού μου, καταφέρνω.
    4. μτφ. (απλ.) ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, μπαγλαρώνω.
    επεξεργάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > обработать

  • 60 обтоптать

    -опчу, -опчешь.яой. μτχ. παρλθ. χρ. обтоптанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ.σ.μ. πατώ ολόγυρα•

    обтоптать землю вокруг столба πατώ το χώμα γύρω από το στύλο.

    Большой русско-греческий словарь > обтоптать

См. также в других словарях:

  • землю носом рывший — прил., кол во синонимов: 3 • землю рывший (37) • землю рывший носом (36) • старавшийся …   Словарь синонимов

  • землю рывший — прил., кол во синонимов: 37 • бившийся (111) • вкладывавший всю душу (36) • …   Словарь синонимов

  • землю рывший носом — прил., кол во синонимов: 36 • бившийся (111) • вкладывавший всю душу (36) • …   Словарь синонимов

  • землю рыть — надсаживаться, вкладывать всю душу, прилагать все силы, проявлять усердие, не щадить усилий, не жалеть усилий, вкладывать много труда, надрываться, делать все возможное, усердствовать, выбиваться из сил, лезть из шкуры вон, расшибаться в лепешку …   Словарь синонимов

  • Землю попашет, попишет стихи — Из поэмы «Хорошо» (1927) поэта Владимира Владимировича Маяковского (1893 1930): В полях деревеньки. В деревнях крестьяне. Бороды веники. Сидят папаши. Каждый хитр. Землю попашет, Попишет стихи. Иносказательно: о человеке, который умудряется… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • землю буду есть — клянусь богом, с места не сойти, провались я на этом месте, провались я на этом самом месте, провалиться мне на этом месте, клянусь, ей богу, не сойти мне с этого места, чтоб мне с места не сойти, провалиться мне на этом самом месте, сейчас… …   Словарь синонимов

  • Землю тяготить(напрасно) — Землю тяготить (напрасно) жить на землѣ безъ пользы (о безполезномъ человѣкѣ). Ср. ...Ни въ какую работу не годный, Слабый, гнилой старичишка, земли безполезное бремя. Жуковскій. Одисс. 20, 378 379. Ср. Γῆς βάρος. Пер. Бремя земли. Diogen. 3, 90 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • землю рыть — 1) быстро стартовать с прокручиванием колес; 2) усердно работать. EdwART. Словарь автомобильного жаргона, 2009 …   Автомобильный словарь

  • землю ори – доорёшься до хлеба. — землю ори – доорёшься до хлеба …   Словарь употребления буквы Ё

  • Землю копать. — Камни ворочать. Землю копать. Воду толочь. См. РАБОТА ПРАЗДНОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Землю роет — Разг. Ирон. Проявляет чрезмерную активность для достижения своих (обычно корыстных) целей. [Бусыгин:] Что Зойка делает землю роет! И откуда что берётся! То опустит глазки, то таким подарит взглядом молния! Или заливается, смеётся. Любой кокетке… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»