Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(в+дорогу)

  • 61 перемена

    θ.
    1. αλλαγή•

    перемена квартиры αλλαγή διαμερίσματος•

    перемена профессии αλλαγή επαγγέλματος•

    перемена обстановки и климата αλλαγή περιβάλλοντος και κλίματος.

    2. μεταβολή, μετατροπή•

    резкая перемена погоды απότομη αλλαγή του καιρού•

    перемена жизни αλλαγή της ζωής.

    3. αλλαξιά•

    захвати с собой в дорогу две -ы белья πάρε μαζί σου για το δρόμο δυο αλλαξιές. εσώρουχα.

    4. παλ. • φαγητό
    5. διάλειμμα σχολικό.

    Большой русско-греческий словарь > перемена

  • 62 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

  • 63 переползти

    -лзу, -лзшь, παρλθ. χρ. переполз
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. περνώ έρποντας•

    через дорогу περνώ το δρόμο έρποντας, της κοιλιάς.

    || διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω αργά, με δυσκολία.
    2. έρπω, σέρνομαι με την κοιλιά.

    Большой русско-греческий словарь > переползти

  • 64 перерезать

    -ежу, -жешь ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβω•

    перерезать вервку, проволоку κόβω την τριχία, το σύρμα•

    перерезать дорогу машине κόβω το δρόμο στο αυτοκίνητο.

    2. κατακόβω•

    перерезать себе руки κατακόβω τα χέρια μου.

    3. κατασφάζω•

    перерезать всех кур σφάζω όλες τις κότες.

    1. κόβομαι•

    проволока легко -лась το σύρμα εύκολα κόπηκε•

    перерезать бритвой κατακόβομαι με το ξυράφι.

    2. σφάζομαι•

    они -лись, чтобыне сдаваться σφάχτηκαν για να μην παραδοθούν.

    || αλληλοσφάζομαι.
    ρ.δ.
    βλ. перерезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > перерезать

  • 65 перерыть

    -рого, -роешь ρ.σ.μ.
    1. κατασκάβω•

    перерыть всё поле κατασκάβω όλο το χωράφι.

    2. σκάβω εγκαρσίως•

    перерыть дорогу канавой σκάβω αύλακα στο δρόμο.

    3. ανασκαλεύω, ανακατώνω;, перерыть все ящики в стол ανασκαλεύω όλα τα συρτάρια του τραπεζιού.

    Большой русско-греческий словарь > перерыть

  • 66 пересечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. переск, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διατέμνω, κόβω•

    пересечь вервку κόβω την τριχιά.

    2. διασχίζω, διέρχομαι, διαβαίνω, περνώ•

    пересечь линию фронта περνώ τη γραμμή του μετώπου•

    пересечь улицу περνώ το δρόμο.

    3. διασταυρώνω.
    4. εμποδίζω, φράζω•

    пересечь дорогу кому-н κόβω το δρόμοκάποιου.

    διασταυρώνομαι•

    улицы -клись οι οδοί διασταυρώθηκαν•

    οι γραμμές διασταυρώθηκαν. || μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι, σταματώ•

    разговор перескся η συνομιλία διακόπηκε.

    -секу, -сечёшь
    -секут, παρλθ. χρ. пересёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересечённый, βρ: -чён, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μαστιγώνω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > пересечь

  • 67 перехватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехваченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, σταματώ, κρατώ• παίρνω•

    я -ил его по дороге τον έπιασα στο δρόμο (ενώ βάδιζε)•

    перехватить мяч παίρνω (από άλλον) την ποδόσφαιρα•

    перехватить письмо πιάνω γράμμα (επιστολή).

    || πέφτω επάνω, συναντώ. || καταλαβαίνω, κυριεύω•

    перехватить дорогу καταλαβαίνω την οδό.

    2. αρπάζω, πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω. || περιζώνω, περιδένω. || μτφ. διακόπτω, κόβω εμποδίζω.
    3. σταματώ, κόβω•

    у него -ло дыхание αυτού του πιάστηκε η αναπνοή.

    4. (απλ.) σφάζω.
    5. τσιμπώ, τρώγω πρόχειρα.
    6. δανείζομαι για λίγες μέρες.
    7. ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια, το παρακάνω, ξεφεύγω, εκτρέπομαι.
    εκφρ.
    перехватить через край – το παρακάνω, (πράττω κάτι άτοπο).
    πιάνομαι, κρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > перехватить

  • 68 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 69 пресечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. пресёк
    -секла, -секло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пресеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ οριστικά, βάζω τέρμα ή τελεία και παύλα• βάζω φραγμό•

    войска -кли беспорядки τα στρατεύματα έβαλαν τέρμα στις ταραχές.

    || διακόπτω, κόβω•

    председательствующий преск его речь ο προεδερύων διέκοψε τον ομιλητή.

    2. (παλ.) εμποδίζω•

    он пресёк ему дорогу αυτός του έκοψε το δρόμο•

    пресечь сообщения с городом κόβω επικοινωνία με την πόλη.

    σταματώ, παύω, κόβομαι•

    разговор прескся η συνομιλία κόπηκε•

    голоса -клись οι φωνές έπαψαν.

    Большой русско-греческий словарь > пресечь

  • 70 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

  • 71 пронести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронесенный, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω κουβαλώ•

    пронести груз на себе всю дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο.

    2. περνώ•

    мимо наших окон -ли раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία.

    || μετακινώ, μεταφέρω•

    пронести рояль через дверь περνώ το πιάνο από την πόρτα.

    || περνώ κρυφά. || μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέσα στην καρδιά, ψυχή)•

    пронести в сердце мою любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα.

    3. μεταφέρω τα.χύτατα, καλπάζοντας. || παρασύρω, διώχνω, απομακρύνω, παίρνω•

    тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος.

    || μτφ. περνώ αποφεύγομαι•

    -ло! πέρασε! αποφεύχτηκε!

    4. παλ. διαδίδω, φημολογώ.
    5. απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια•

    ребнка -ло от ягод το παιδάκι τό πιάσε ευκοίλια από τους καρπούς.

    Большой русско-греческий словарь > пронести

  • 72 протрясти

    ρ.σ.μ.
    1. τινάζω, σείω, κουνώ.
    2. τινάζω (για ένα χρον. διάστημα).
    3. (απλ.)• δαπανώ, ξοδεύω, σκορπώ.
    1. τινάζομαι• τραντάζομαι•

    протрясти в телеге всю дорогу τραντάζομαι στην αλογάμαξα όλο το δρόμο.

    2. (απλ.) πεινώ πορευόμενος, καθ οδόν.
    3. (απλ.) δαπανώμαι, ξοδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > протрясти

  • 73 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 74 равнять

    ρ.δ.μ.
    1. εξισώνω•

    смерть -ет всех людей ο θάνατος εξισώνει όλους τους ανθρώπους.

    2. συγκρίνω, παραβάλλω•

    равнять с собой συγκρίνω με τον εαυτό μου.

    3. ισοπεδώνω, ομαλύνω•

    равнять землю, дорогу ισοπεδώνω το γήπεδο, το δρόμο.

    || ευθυγραμμίζω, ζυγίζω•

    равнять шеренгу ευθυγραμμίζω το ζυγό (ζυγίζω).

    1. ισούμαι•

    доход -ется с расходу τα έσοχα ισούνται με τα έξοδα.

    2. ευθυγραμμίζομαι.
    (προστκ.) -йтесь! ζυγείτε! ζυγηθειτε! (παράγγελμα).
    3. προσπαθώ να φτάσω, να ευθυγραμμιστώ, να εξομοιωθώ με κάποιον.
    4. (μαθ.) εξισούμαι, ισούμαι, ισοδυναμώ, κάνω•

    четыре и три -ется семи τέσσερα και τρία κάνουν (ίσον) εφτά.

    || μτφ. αντιστοιχώ.

    Большой русско-греческий словарь > равнять

  • 75 разворотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ανασκάβω• αναποδογυρίζω, ανατρέπω, αναγυρίζω, αναστρέφω•

    разворотить дорогу ανασκάβω το δρόμο•

    разворотить кучу камней αναγυρίζω σωρό απ ο πέτρες•

    всё в комнате было -о όλα στο δωμάτιο ήταν αναποδογυρισμένα.

    2. γκρεμίζω, χαλνώ, κάνω συντρίμμια.
    3. (απλ.) σπάζω, τσακίζω, θραύω.

    Большой русско-греческий словарь > разворотить

  • 76 расчистить

    ρ.σ.μ. ξεκαθαρίζω αποσκορακίζω•

    расчистить дорогу καθαρίζω το δρόμο•

    расчистить поле καθαρίζω το χωράφι.

    || αχρηστεύω, εξοντώνω•

    путь от врагов ξεκαθαρίζω το δρόμο από τους• εχθρούς.

    (ξε)καθαρ ίζομαι κλπ. ρ. μ.

    Большой русско-греческий словарь > расчистить

  • 77 снарядить

    -яжу, -ядишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снаряжённый, βρ: -жн, -жена, -жено.
    1. εφοδιάζω, προμηθεύω• εξοπλίζω•

    снарядить экспедицию на север εφοδιάζω με τα απαραίτητα την αποστολή για το βοριά•

    снарядить судно εξοπλίζω σκάφος.

    2. ετοιμάζω•

    нас -ли в путь(на дорогу) μας εφοδίασαν με τα απαραίτητα για το δρόμο.

    3. οπλίζω, εφοδιάζω με οπλισμό.
    4. γεμίζω (με εκρηκτική ύλη)•

    снарядить бомбы γεμίζω βόμβες.

    ετοιμάζομαι για δρόμο (εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα).

    Большой русско-греческий словарь > снарядить

  • 78 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

  • 79 терять

    -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. χάνω•

    терять ключи χάνω τα κλειδιά•

    терять паспорт χάνω την ταυτότητα.

    || ξεφεύγω, μπερδεύω•

    терять дорогу χάνω το δρόμο.

    2. στερούμαι•

    терять зрение χάνω την όραση•

    терять равновесие χάνω την ισορροπία•терять терпение χάνω την υπομονή.

    || (για θάνατο) χάνω•

    терять отца χάνω τον πατέρα.

    3. ζημιώνω•

    вы на этом -ете пятьсот рублей εσείς εδώ χάνετε πεντακόσια ρούβλια.

    4. σπαταλώ.
    εκφρ.
    терять голову – χάνω το κεφάλι (δεν ξέρω τιναπράξω)•
    нечего терять – δεν έχω να χάσω τίποτε.
    1. χάνομαι•

    часто вещи у меня -ются συχνά τα πράγματα μου χάνονται.

    2. εξαφανίζομαι•

    терять в толпе χάνομαι στο πλήθος.

    || εξασθενίζω•

    память в старости -яется η μνήμη στα γεράματα χάνεται.

    || τα χάνω, παραφρονώ, σαστίζω, δεν ξέρω τι να κάνω.

    Большой русско-греческий словарь > терять

  • 80 уездить

    узжу, уездишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уезженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) ομαλύνω, ισάζω, στρώνω πατώντας•

    уездить дорогу στρώνω το δρόμο (με συχνές διαδρομές)..

    καταταλαιπωρώ με τις διαδρομές•

    уездить лошадей καταταλαιπωρώ τα άλογα (με τις πολλές διαδρομές).

    πατιέμαι, ισιάζω, στρώνομαι. || ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι από τ ις διαδρομές.

    Большой русско-греческий словарь > уездить

См. также в других словарях:

  • дорогу — посторонись, отойди, с дороги, поди, в сторону, отвали Словарь русских синонимов. дорогу нареч, кол во синонимов: 6 • в сторону (20) • …   Словарь синонимов

  • дорогу́ша — и, м. и ж. разг. Употребляется как дружески фамильярное обращение. Как то Андрею позвонил заместитель управляющего Ивин. Лобанов, дорогуша, пришли ко мне домой кого нибудь из твоих мальчиков приемничек мой чего то скис. Гранин, Искатели …   Малый академический словарь

  • ПЕРЕБЕГАТЬ ДОРОГУ — кто кому Мешать добиться своего. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых участием в общем деле лиц (X) препятствует осуществлению планов другого лица или группы объединённых общими целями лиц (Y), опережает их, перехватывает то, на что… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПЕРЕБЕЖАТЬ ДОРОГУ — кто кому Мешать добиться своего. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых участием в общем деле лиц (X) препятствует осуществлению планов другого лица или группы объединённых общими целями лиц (Y), опережает их, перехватывает то, на что… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПЕРЕЙТИ ДОРОГУ — кто кому Мешать добиться своего. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых участием в общем деле лиц (X) препятствует осуществлению планов другого лица или группы объединённых общими целями лиц (Y), опережает их, перехватывает то, на что… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ПЕРЕХОДИТЬ ДОРОГУ — кто кому Мешать добиться своего. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых участием в общем деле лиц (X) препятствует осуществлению планов другого лица или группы объединённых общими целями лиц (Y), опережает их, перехватывает то, на что… …   Фразеологический словарь русского языка

  • УСТУПАТЬ ДОРОГУ — кто кому Отойдя на задний план, предоставлять возможность продвинуться, добиться цели. Подразумевается, что кто л. осуществлял какую л. деятельность, занимал определённый пост и под. или имел право на это. Имеется в виду, что лицо или группа лиц… …   Фразеологический словарь русского языка

  • УСТУПИТЬ ДОРОГУ — кто кому Отойдя на задний план, предоставлять возможность продвинуться, добиться цели. Подразумевается, что кто л. осуществлял какую л. деятельность, занимал определённый пост и под. или имел право на это. Имеется в виду, что лицо или группа лиц… …   Фразеологический словарь русского языка

  • Лучше бы я никогда не ездил на канатную дорогу — Эпизод «Южного парка» Лучше бы я никогда не ездил на канатную дорогу I Should Have Never Gone Ziplining Сезон: Сезон 16 Эпизод: 1606 (#229) Сценарист: Трей Паркер Режиссёр …   Википедия

  • РАСЧИСТИТЬ ДОРОГУ — кто кому, для кого, к чему Создавать условия, устранять препятствия. Подразумевается изначальное наличие каких л. препятствий. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами, одним видом деятельности лиц (X) убирает помехи,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • РАСЧИЩАТЬ ДОРОГУ — кто кому, для кого, к чему Создавать условия, устранять препятствия. Подразумевается изначальное наличие каких л. препятствий. Имеется в виду, что лицо или группа объединённых общими интересами, одним видом деятельности лиц (X) убирает помехи,… …   Фразеологический словарь русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»