Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(врача)

  • 1 приём

    приём м 1) (гостей, посетителей) η υποδοχή· η δεξίωση (банкет)· η επίσκεψη (у врача устроить \приём κάνω δεξίωση 2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή 3) (способ) о τρόπος 4) (лекарства) η λήψη· η δόση (доза на два \приёма σε δυο δόσεις
    * * *
    м
    1) (гостей, посетителей) η υποδοχή; η δεξίωση ( банкет); η επίσκεψη ( у врача)

    устро́ить приём — κάνω δεξίωση

    2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή
    3) ( способ) ο τρόπος
    4) ( лекарства) η λήψη; η δόση ( доза)

    Русско-греческий словарь > приём

  • 2 приём

    1. (способность достижения, осуществления чего-л.) о τρόπος, η μέθοδος, η τεχνική 2. (сообщений) η λήψη
    - на слух (тлг.) - μέσω ακοής
    3. (напр. у врача) η επίσκεψη 4. (количество чего-л, принимаемое за один раз) η δόση, η λήψη 5. (движение, упражнение) η κίνηση, ο τρόπος, η λαβή 6. (встреча, собрание приглашённых лиц у кого-л.) η δεξίωση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приём

  • 3 вызвать

    вызвать 1) καλώ, προσκα λώ, φωνάζω \вызватьврача φώναζα το γιατρό· \вызватьтакси καλώ τα ξί· \вызвать по телефону καλώ στο τηλέφωνο 2) (возбудить) διεγείρω, προκαλώ· \вызвать интерес προκαλώ ενδιαφέρον 3): \вызвать на состязание (на соревнование) καλώ σε αγώνα ( σε άμιλλα)
    * * *
    1) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω

    вы́звать врача́ — φωνάζω το γιατρό

    вы́звать такси́ — καλώ ταξί

    вы́звать по телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο

    2) ( возбудить) διεγείρω προκαλώ

    вы́звать интере́с — προκαλώ ενδιαφέρον

    3)

    вы́звать на состяза́ние (на соревнова́ние) — καλώ σε αγώνα (σε άμιλλα)

    Русско-греческий словарь > вызвать

  • 4 вызывать

    вызывать
    несов
    1. καλῶ, φωνάζω/ σηκώνω (ученика):
    \вызывать по телефону καλώ στό τηλέφωνο· \вызывать врача φωνάζω вызывать (или καλῶ) τό γιατρό· \вызывать в суд κλητεύω, καλώ στό δικαστήριο· \вызывать из комнаты φωνάζω ἀπ' τό δωμάτιο·
    2. (на состязание) προσκαλώ, (προ)καλῶ:
    \вызывать на соцсоревнование кого-л. (προσ)καλῶ κάποιον σέ σοσιαλιστική ἀμιλλα·
    3. (возбуждать) προκαλώ, προξενώ:
    \вызывать ссо́ру προκαλώ καυγα· \вызывать отвращение προξενώ ἀηδία, προκαλώ ἀπέχθεια· \вызывать аппетит ἀνοίγω τήν δρεξη, προκαλώ δρεξη· \вызывать подозрения διεγείρω ὑποψίες (или ὑπόνοιες)· \вызывать восторг προκαλώ τό θαυμασμό·
    4. (артистов) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω.

    Русско-новогреческий словарь > вызывать

  • 5 наблюдение

    наблюдени||е
    с
    1. ἡ παρατήρησις:
    вести \наблюдениея παρακολουθώ, παρατηρώ·
    2. (надзор) ἡ παρακολούθηση [-ις], ἡ ἐπίβλεψη [-ις], ἡ ἐπιτήρηση [-ις]:
    быть под \наблюдениеем врача εἶμαι ὑπό τήν ἐπίβλεψη (или εἶμαι ὑπό τήν ἐπιτήρηση) τοῦ ἱατροῦ.

    Русско-новогреческий словарь > наблюдение

  • 6 нельзя

    нельзя
    предик безл
    1. (невозможно) δέν γίνεται, δέν κάνει νά...:
    никогда \нельзя знать (заранее) ποτέ δέν μπορεί κανείς νά ξέρει· \нельзя ли вызвать врача? δέν γίνεται νά φωνάξουμε γιατρό;· \нельзя не признать πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε· с э́тим \нельзя не согласиться μ' ἀδτό εἶναι ἀδύνατο νἄ μή συμφωνήσει κανείς·
    2. (воспрещается, не следует) δέν ἐπιτρέπεται, ἀπαγορεύεται, δέν κάνει:
    здесь курить \нельзя «>ῶ ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· ему́ \нельзя Доверять δέν εἶναι ἀνθρωπος νά τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη· ◊ как \нельзя лу́чше θαυμάσια, ὑπέροχα· как \нельзя более кстати ἀκριβώς τήν ὠρα πού χρειάζονταν.

    Русско-новогреческий словарь > нельзя

  • 7 предписание

    предписание
    с ἡ ἐντολή / ἡ διαταγή (приказ):
    согласно \предписаниею κατά διαταγήν, σύμφωνα μέ διαταγή· по \предписаниею врача κατ' ἐντολήν τοῦ ἱατροῦ.

    Русско-новогреческий словарь > предписание

  • 8 пригласить

    пригласить
    сов, приглашать несов
    1. προσκαλώ, καλώ / φωνάζω (врача):
    \пригласить на обед προσκαλώ σέ γεδμα·
    2. (нанимать) προσλαμβάνω, παίρνω:
    \пригласить на работу προσλαμβάνω στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > пригласить

  • 9 прием

    прием
    м
    1. ήλήψη [-ις], ἡ παραλαβή, ἡ ἀποδοχή:
    \прием пи́сем (посылок) ἡ λήψη ἐπιστολών (δεμάτων)· \прием раднограмм ἡ παραλαβή ραδιοτηλεγραφημάτων
    2. (в организацию и т. ἡ.) ἡ είσδοχή, ἡ ἐγγραφη:
    \прием в партию ἡ ἐγγραφη στό κόμμα, ἡ είσδοχή στό κόμμα·
    3. (гостей, посетителей и т. п.) ἡ ὑποδοχή, ἡ ἀκ-ρόαση [-ις] / ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (у врача):
    часы \приема ὠραι ἀκροάσεως· оказать хороший \прием ὑποδέχομαι καλα· устроить \прием ὁργανώνω δεξίωση·
    4. (лекарства) ἡ λήψη [-ις] / ἡ δόση [-ις] (доза)·
    5. (способ) ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος:
    ораторский \прием τό ρητορικό σχήμα· художественный \прием ὁ καλλιτεχνικός τρόπος, ἡ καλλιτεχνική μέθοδος· ◊ в один \прием μονοκοπανιά· в два \приема σέ δυό δόσεις, δυό φορές.

    Русско-новогреческий словарь > прием

  • 10 рецепт

    рецепт
    м ἡ συνταγή/ ἡ ρετσέτα (тк. врача).

    Русско-новогреческий словарь > рецепт

  • 11 вызов

    α.
    1. νιλήση, φώνασμα• πρόσκληση, κάλεσμα•

    вызов врача на дом κάλεσμα του γιατρού στο σπίτι.

    || ανάκληση στη σκηνή (ηθοποιού,1 τραγουδιστή).
    2. κλήση (δικαστική)•

    получать вызов в суд παίρνω δικαστική κλήση•

    вызов свидетелей κλήση μαρτύρων, κάλεσμα, πρόταση συμμετοχής•

    вызов на соревнование κάλεσμα σε άμιλλα.

    || κάλεσμα σε μονομαχία•

    бросить перчатку в знак -а πετώ το γάντι σε ένδειξη πρόκλησης σε μονομαχία.

    || περιφρόνηση•

    вызов советской общественности πρόκληση κατά του σοβιετικού κοινού•

    вызов здравому смыслу πρόκληση στην κοινή λογική.

    Большой русско-греческий словарь > вызов

  • 12 назначение

    ουδ.
    1. καθορισμός.
    2. διορισμός.
    3.,υπόδειξη•

    по -го врача με υπόδειξη του γιατρού.

    4. προορισμός•

    пользовать по -го χρησιμοποιώ σύμφωνα με τον προορισμό.

    εκφρ.
    место -я – τόπος προορισμού•
    для особого -я – ειδικού προορισμού.

    Большой русско-греческий словарь > назначение

  • 13 опытность

    θ.
    πείρα•

    опытность врача ή πείρα του γιατρού•

    житейский опытность η πείρα της ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > опытность

  • 14 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 15 предписание

    ουδ.
    1. εντολή, παραγγελία• μήνυμα.
    2. παλ. διάταξη•

    предписание закона διάταξη του νόμου.

    3. υπόδειξη•

    предписание врача υπόδειξη του γιατρού.

    Большой русско-греческий словарь > предписание

  • 16 привести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. приведя
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•

    ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•

    побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•

    обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•

    привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•

    -к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•

    привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•

    привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•

    привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.

    2. βάζω, θέτω•

    привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.

    3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•

    привести в готовность ετοιμάζω•

    привести в исполнение εκτελώ•

    привести в порядок τακτοποιώ•

    привести в негодность αχρηστεύω.

    || (μαθ.) τρέπω•

    привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.

    4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•

    привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•

    привести к поражению οδηγώ στην ήττα.

    5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•

    привести пример φέρω παράδειγμα•

    привести аргументы φέρω επιχειρήματα•

    он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.

    εκφρ.
    привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•
    привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•
    не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•
    -дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•
    не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•
    ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.
    απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > привести

  • 17 пригласить

    -глашу, -гласишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приглашенный, βρ: -шен, -шена, -шено ρ.σ.μ.
    1. προσκαλώ•

    пригласить гостей προσκαλώ φιλοξενούμενους (επισκέπτες).

    || καλώ, φωνάζω•

    пригласить к больному врача.φωνάζω το γιατρό για τον άρρωστο.

    2. προτείνω, καλώ•

    пригласить на вальс προτείνω για (να χορέψομε) βαλς.

    || παίρνω, προσλαμβάνω•

    пригласить учителя προσλαμβάνω δάσκαλο.

    Большой русско-греческий словарь > пригласить

  • 18 проверить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проверенный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.
    ελέγχω, εξακριβώνω εξετάζω•

    проверить счёт ελέγχω το λογαριασμό•

    проверить жалобу εξετάζω το παράπονο•

    проверить знания ελέγχω τις γνώσεις•

    проверить билеты ελέγχω τα εισιτήρια•

    проверить работу механизма ελέγχω τη λειτουργία του μηχανισμού.

    εξετάζομαι, κοιτάζομαι•

    проверить у врача εξετάζομαι στο γιατρό.

    || εξετάζω, ελέγχω αν συμπε-ριλαβαίνομαι•

    проверить в списке избирателей ελέγχω την εγγραφή μου στον εκλογικό κατάλογο.

    Большой русско-греческий словарь > проверить

  • 19 следовать

    -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. следующий ρ.δ.
    1. με οργ. ακολουθώ, έπομαι•

    за кем-н, по пятам ακολουθώ κάποιον βήμα προς βήμα, καταποδιαστά.

    || μτφ. ακολουθώ το παράδειγμα, πηγαίνω κοντά απο•

    не -ете за ними μην πάτε κοντά από αυτούς.•

    μτφ. συμμορφώνομαι•

    следовать советам врача ακούω τις συμβουλές του γιατρού•

    следовать правилам ακολουθώ τους κανόνες, τον κανονισμό.

    || πηγαίνω σύμφωνα με•

    следовать моде ακολουθώ τη μόδα.

    2. διαδέχομαι•

    одно событие -ет за другим το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο.

    || πηγαίνω, ακολουθώ δρο μολόγιο•

    следовать без остановок πηγαίνω χωρίς σταθμεύσεις.

    3. είμαι οπαδός•

    следовать учению дарвина ακολουθώ τη διδασκαλία του Δαρβίνου.

    4. προκύπτω, βγαίνω, έπομαι, συνεπάγομαι•

    отсюда -ют важные выводы απ εδώ βγαίνουν σοβαρά συμπεράσματα.

    5. απρόσ. πρέπει, χρειάζεται•

    он поступил как -ет αυτός φέρθηκε όπως πρέπει•

    не -ло этого делать δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

    6. οφείλω, χρωστώ, κάνει να πληρώσω•

    сколько -ет за работу? πόσο κάνει η δουλειά σας;•

    сколько вам с меня -ет? τι σας χρωστώ, τι κάνει να σας πληρώσω;

    Большой русско-греческий словарь > следовать

  • 20 слушание

    ουδ.
    άκουσμα, ακρόαση•

    слушание концерта άκουσμα συναυλίας•

    слушание врача ακρόαση γιατρού.

    Большой русско-греческий словарь > слушание

См. также в других словарях:

  • Врача вызывали? (фильм) — Врача вызывали? Жанр Мелодрама Режиссёр Вадим Гаузнер Автор сценария Израиль Меттер В главных ролях …   Википедия

  • Врача вызывали? — Жанр Мелодрама Режиссёр Вадим Гаузнер Автор сценария Израиль Меттер В главных ролях …   Википедия

  • ВРАЧА ВЫЗЫВАЛИ — «ВРАЧА ВЫЗЫВАЛИ?», СССР, Ленфильм, 1974, цв., 70 мин. Мелодрама. Лирическая повесть о первых самостоятельных шагах молодого участкового врача Кати Лузиной. В ролях: Наталья Попова (см. ПОПОВА Наталья), Роман Ткачук (см. ТКАЧУК Роман Денисович),… …   Энциклопедия кино

  • ВРАЧА ВЫЗЫВАЛИ? —   1974, 70 мин., цв., 1то. жанр: мелодрама.   реж. Вадим Гаузнер, сц. Израиль Меттер, опер. Олег Куховаренко, худ. Владимир Гасилов, комп. Олег Каравайчук, зв. Гарри Беленький.   В ролях: Наталья Попова, Роман Ткачук, Александр Овчинников, Олег… …   Ленфильм. Аннотированный каталог фильмов (1918-2003)

  • Врача пригласить — Избить …   Словарь криминального и полукриминального мира

  • Клятва врача — Необходимо перенести в эту статью содержимое статьи Присяга врача Советского Союза и удалить статью Присяга врача Советского Союза без установки перенаправления. Вы можете помочь проекту, объединив статьи (cм. инструкцию по объединению). В случае …   Википедия

  • «ЗАПИСКИ ЮНОГО ВРАЧА» —         Цикл, состоящий из рассказов «Полотенце с петухом», «Крещение поворотом», «Стальное горло», «Вьюга», «Тьма египетская», «Пропавший глаз» и «Звездная сыпь». Все эти рассказы в 1925 1926 гг. публиковались в московском журнале «Медицинский… …   Энциклопедия Булгакова

  • Присяга врача Советского Союза — Необходимо перенести в эту статью содержимое статьи Клятва врача и поставить оттуда перенаправление. Вы можете помочь проекту, объединив статьи (cм. инструкцию по объединению). В случае необходимости обсуждения целесообразности объединения,… …   Википедия

  • РОЛЬ ВРАЧА-ПСИХОТЕРАПЕВТА В ОКАЗАНИИ МЕДИЦИНСКОЙ ПОМОЩИ —         В соответствии с современной концепцией организации психотерапевтической помощи в здравоохранении врач психотерапевт это специалист с высшим медицинским образованием, прошедший подготовку по психиатрии и психотерапии. Признание… …   Психотерапевтическая энциклопедия

  • Записки юного врача — У этого термина существуют и другие значения, см. Записки врача. «Записки юного врача»  цикл рассказов М. А. Булгакова, опубликованных в 1925 1926 годах в журналах «Медицинский работник» и «Красная панорама» В цикл входят рассказы… …   Википедия

  • Портал оценки врача — (нем. Arztbewertungsportal)  веб страница, предоставляющая пользователям возможность оценивать врачей. Впервые появилась в Германии, немногим позже и в России. Пользователи этих сайтов могут оценивать соответствующего врача: стоматолога …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»