Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(вам)

  • 101 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 102 обида

    -не,
    1. προσβολή•

    нанести -у προσβάλλω, θίγω•

    считать за -у το θεωρώ προσβολή•

    тяжкая обида βαριά προσβολή•

    не в -у вам сказано δεν το είπα για να σας θίξω•

    взаимные -ы οι αντεγκλίσεις.

    2. δυσάρεστο (λυπηρό) πράγμα•

    опоздал я в театр, какая -! άργησα για το θέατρο, τι λυπηρό γεγονός!

    Большой русско-греческий словарь > обида

  • 103 обязанный

    επ., βρ: -зан, -а, -о
    υποχρεωμένος• υπόχρεος•

    я -зан помочь ему είμαι υποχρεωμένος να τον βοηθήσω•

    считить себя -ым θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο•

    я -зан сказать правду οφείλω να πω την αλήθεια•

    я вам очень -зан σας είμαι πολύ υπόχρεος.

    Большой русско-греческий словарь > обязанный

  • 104 охота

    θ.
    κυνήγι, θήρα•

    медвежья охота κυνήγι αρκούδων•

    охота на волков κυνήγι λύκων•

    идти (ехать) на -у πηγαίνω κυνήγι•

    пристраститься к -е με πιάνει μανία κυνηγιού•

    псовая охота κυνήγι με σκυλιά;

    τα μέσα κυνηγιού (σκυλιά, γεράκια, παγίδες κ.τ.τ.).
    θ.
    επιθυμία, διάθεση, όρεξη, αποθυμιά• κλίση, τάση, ζήλος•

    у него большая охота учиться αυτός έχει μεγάλο ζήλο για γράμματα•

    у него нет -ы к музыке αυτός δεν έχει κλίση στη μουσική•

    отбить -у κόβω την όρεξη (διάθεση)•

    он всё делает с -ой αυτός όλα τα κάνει πρόθυμα.

    εκφρ.
    охота тебе (делать что) – γιατί, τι σου αρέσει, τι θέλεις•
    что за охота – τι σας αρέσει•
    α) όσο θέλω, κατά βούληση, με την ψυχή μου• отдыхай в -у – ξεκουράσου όσο θέλεις• спи в -у – κοιμήσου όσο θέλεις•
    β) ως κατηγ. θέλω, μου αρέσει• вам уже надоело, а ему в -у посмотреть – εσείς πια βαρεθήκατε, αυτός όμως θέλει να κοιτάξει.

    Большой русско-греческий словарь > охота

  • 105 персона

    θ.
    1. παλ. πρόσωπο, πρωσοπι-κότητα•

    небезызвестная вам персона όχι άγνωστο για σας πρόσωπο•

    важная персона σοβαρό (επίσημο)πρόσωπο.

    2. άτομο, άνθρωπος•

    сервиз на пять -он σερβίτσιο για πέντε άτομα.

    εκφρ.
    персона грата – έγκριτη πρωσοπικότητα•
    собственной -ой – προσωπικά, αυτοπροσώπως.

    Большой русско-греческий словарь > персона

  • 106 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

  • 107 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

  • 108 признательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    ευγνώμονας•

    я вам очень -лен σας ευγνω, -μονώ πάρα πολύ•

    признательный взгляд βλέμμα (ματιά) ευγνωμοσύνης.

    Большой русско-греческий словарь > признательный

  • 109 приспичить

    -чит ρ.σ. (απρόσ.)• παλ. ορέγομαι, βουρλίζομαι•

    -ло ему уехать του ορέχτηκε (κατέβηκε) να φύγει•

    что вам -ло? γιατί βιαστήκατε έτσι;.

    Большой русско-греческий словарь > приспичить

  • 110 притащить

    ρ.σ.μ. φέρω σέρνοντας•

    притащить бревно φέρω το κούτσουρο σέρνοντας το.

    || φέρω, κομίζω•

    притащить с собой коробку конфет φέρω μαζί μου ένα κουτάκι καραμέλες.

    || παρουσιάζω•

    я -ил к вам своего приятеля σας έφερα το φίλο μου.

    έρχομαι, φτάνω με δυσκολία, αργοβαδίζοντας•

    -лся инвалид на хромой ноге ήρθε με δυσκολία ο ανάπηρος, κουτσαίνοντας από το ένα πόδι.

    Большой русско-греческий словарь > притащить

  • 111 проклятие

    ουδ.
    1. κατάρα•

    предавать в проклятие καταριέμαι (κάποιον)•

    проклятие вам! κατάρα σε σας!

    2. ανάθεμα, βλάστημ ιά.

    Большой русско-греческий словарь > проклятие

  • 112 пусто

    επίρ.
    αδειανά. || ως κατηγ. δεν υπάρχει (δεν είναι, δεν έχει) τίποτε, είναι άδειο•

    в копилке пусто ο κουμπαράς είναι άδειος•

    в комнате было пусто το δωμάτιο ήταν άδειο.

    εκφρ.
    то густо, то -; разом густо, разом пусто – πότε πολύ, πότε τίποτε, πότε γεμάτο, πότε άδειο•
    чтоб тебе (ему, вам, им) пусто было пусто – που να σε πάρει ο διάβολος.

    Большой русско-греческий словарь > пусто

  • 113 разве

    μόριο κ. σύνδ.
    1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•

    разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•

    разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•

    разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;

    2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;
    3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•

    я ничего не.знаю

    - только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο).

    Большой русско-греческий словарь > разве

  • 114 рекомендовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. συσταίνω, συνιστώ•

    рекомендовать служащего δίνω συστάσεις για τον υπάλληλο,.

    2. συμβουλεύω, παραινώ, συσταίνω
    - συνιστώ•

    -дую вам быть осторожнее σας συνιστώ να είστε προσεχτικότεροι? доктор -ал это лекарство ο γιατρός τό δο-σε αυτό το φάρμακο.

    3. γνωρίζω κάποιον με άλλον•

    он -ал его своим другом τον σύστησε για παλαιό του φίλο.

    1. συσταίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοσυσταίνομαι•

    позвольте мне рекомендовать επιτρέψτε μου να αυτοσυσταθώ.

    Большой русско-греческий словарь > рекомендовать

  • 115 руководство

    ουδ.
    1. καθοδήγηση• διεύθυνση• διοίκηση•

    оперативное руководство συγκεκριμένη (πρακτική) καθοδήγηση•

    под -ом με (υπο) την καθοδήγηση•

    руководство борьбы καθοδήγηση του αγώνα, της πάλης•

    руководство к действию καθοδήγηση για δράση.

    2. εγχειρίδιο, βοήθημα, οδηγία•

    руководство к геометрии εγχειρίδιο γεωμετρίας: это сообщается вам для -а αυτό σας ανακοινώνεται σαν οδηγία.

    3. αθρσ. οι καθοδηγητές.

    Большой русско-греческий словарь > руководство

  • 116

    μόριο
    στο τέλος της λέξης σε ένδειξη τρυφερότητας, αβρότητας, σεβασμού, δουλοπρέπειας και σπάνια ειρωνικά, αστεία• παλ. προέρχεται από το αρχικό γράμμα της λέξης•

    сударь στην κλητική πτώση και σημαίνει: κύριε•

    нет-с, это вам не пройдёт-с όχι,κύριε, αυτό δε θα σας περάσει.

    Большой русско-греческий словарь >

  • 117 следовать

    -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. следующий ρ.δ.
    1. με οργ. ακολουθώ, έπομαι•

    за кем-н, по пятам ακολουθώ κάποιον βήμα προς βήμα, καταποδιαστά.

    || μτφ. ακολουθώ το παράδειγμα, πηγαίνω κοντά απο•

    не -ете за ними μην πάτε κοντά από αυτούς.•

    μτφ. συμμορφώνομαι•

    следовать советам врача ακούω τις συμβουλές του γιατρού•

    следовать правилам ακολουθώ τους κανόνες, τον κανονισμό.

    || πηγαίνω σύμφωνα με•

    следовать моде ακολουθώ τη μόδα.

    2. διαδέχομαι•

    одно событие -ет за другим το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο.

    || πηγαίνω, ακολουθώ δρο μολόγιο•

    следовать без остановок πηγαίνω χωρίς σταθμεύσεις.

    3. είμαι οπαδός•

    следовать учению дарвина ακολουθώ τη διδασκαλία του Δαρβίνου.

    4. προκύπτω, βγαίνω, έπομαι, συνεπάγομαι•

    отсюда -ют важные выводы απ εδώ βγαίνουν σοβαρά συμπεράσματα.

    5. απρόσ. πρέπει, χρειάζεται•

    он поступил как -ет αυτός φέρθηκε όπως πρέπει•

    не -ло этого делать δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

    6. οφείλω, χρωστώ, κάνει να πληρώσω•

    сколько -ет за работу? πόσο κάνει η δουλειά σας;•

    сколько вам с меня -ет? τι σας χρωστώ, τι κάνει να σας πληρώσω;

    Большой русско-греческий словарь > следовать

  • 118 случать

    ρ.δ.
    βλ. случить.
    1. βλ. случиться.
    2. υπάρχουν περιπτώσεις• συμβαίνω, τυχαίνω, συμπίπτω• έρχομαι, φτάνω κατά τύχη•

    -лось вам когда-н.? σας συνέβαινε καμιά φορά;

    Большой русско-греческий словарь > случать

  • 119 слышно

    επίρ.
    1. ακουστικά• ακουστά•

    жадно и слышно глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό.

    2. ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός•

    отсюда хорошо слышно всех ораторов απεδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες•

    мне вас не слышно δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)•

    никого не слышно δεν ακούεται κανένας•

    -вам, что говорят? ακούτε τι λένε;

    3. υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις•

    о нём давно ничего не слышно καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι αυτόν•

    что слышно нового? τι νέα ακούσατε;•

    что у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε;

    4. (ωζ παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται•, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο-δε ιά.

    Большой русско-греческий словарь > слышно

  • 120 совестно

    απρόσ. ως κατηγ. (με δοτ.) ντρέπομαι•

    как вам не -! πως δεν ντρέπεστε! (πως δε σας τύπτει η συνείδηση)•

    мне за вас совестно εγώ ντρέπομαι για σας•

    мне совестно раздеваться при вас ντρέπομαι να ξεντυθώ μπροστά σας.

    Большой русско-греческий словарь > совестно

См. также в других словарях:

  • ВАМ — Всемирная ассоциация медиков англ.: WMA, World Medical Association англ., организация Источник: http://www.rian.ru/rian/intro.cfm?nws id=699769 ВАМ выносной абонентский модуль Источник: http://vks.belpak.by/library/ats/kvant/diction.htm ВАМ …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • вам — ВАМ. дат. от вы. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • вам — вас, вы Словарь русских синонимов. вам сущ., кол во синонимов: 2 • вас (2) • вы (3) …   Словарь синонимов

  • вам — и Вам, местоим. (см. вы) …   Русский орфографический словарь

  • Вам и не снилось… — Жанр мелодрама / драма …   Википедия

  • Вам и не снилось... — Вам и не снилось... Вам и не снилось... Жанр мелодрама, драма Режиссёр …   Википедия

  • Вам письмо — You ve Got Mail Ж …   Википедия

  • Вам и не снилось (фильм) — Вам и не снилось... Жанр Мелодрама Режиссёр Илья Фрэз В главных ролях Татьяна Аксюта Никита Михайловский …   Википедия

  • Вам и не снилось — Вам и не снилось... Жанр Мелодрама Режиссёр Илья Фрэз В главных ролях Татьяна Аксюта Никита Михайловский …   Википедия

  • Вам письмо (фильм) — Вам письмо You ve Got Mail Жанр Комедия Режиссёр Нора Эфрон Продюсер Нора Эфрон …   Википедия

  • Вам телеграмма (фильм) — Вам Телеграмма [[Файл:[1]|200px|Постер фильма]] Жанр драма Режиссёр Борис Конунов В главных р …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»